σφαδασμός: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "VLL</i>" to "Vetera Lexica</i>")
Line 15: Line 15:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ὁ, <i>das [[Zucken]], [[Zappeln]], jede [[heftige]], bes. krampfhafte [[Bewegung]] des Körpers aus [[Schmerz]], [[Unwillen]], [[Ungeduld]]</i> und dgl., σφαδασμῶν τε καὶ ὀδυνῶν [[πλήρης]] Plat. <i>Rep</i>. IX.579e; <i>VLL</i>.
|ptext=ὁ, <i>das [[Zucken]], [[Zappeln]], jede [[heftige]], bes. krampfhafte [[Bewegung]] des Körpers aus [[Schmerz]], [[Unwillen]], [[Ungeduld]]</i> und dgl., σφαδασμῶν τε καὶ ὀδυνῶν [[πλήρης]] Plat. <i>Rep</i>. IX.579e; <i>Vetera Lexica</i>.
}}
}}

Revision as of 19:55, 24 November 2022

Middle Liddell

σφᾰδασμός, οῦ, ὁ, [from σφᾰδάζω]
a spasm, convulsion, twitching, Plat.

Russian (Dvoretsky)

σφᾰδασμός:подергивание, судорога (σφαδασμοὶ καὶ ὀδύναι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰδασμός: ὁ, ὡς τὸ σπασμός, σύσπασις τῶν μελῶν, σπασμώδης κίνησις, «σπαρτάρισμα», Πλάτ. Πολ. 579E· παρ’ Ἐπιφαν. τ. 1, σ. 581C, σφαδαϊσμός.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και σφαδαϊσμός και σφαδασμός Α σφαδάζω / σφαδᾴζω /σφαδαΐζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σφαδάζω.

Greek Monotonic

σφᾰδασμός: ὁ, σπασμός, σύσπαση μελών, σπαρτάρισμα, σε Πλάτ.

German (Pape)

ὁ, das Zucken, Zappeln, jede heftige, bes. krampfhafte Bewegung des Körpers aus Schmerz, Unwillen, Ungeduld und dgl., σφαδασμῶν τε καὶ ὀδυνῶν πλήρης Plat. Rep. IX.579e; Vetera Lexica.