διακρίνω: Difference between revisions

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διακρίνω:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> [[разделять]], [[разводить]] (εἰ μὴ νὺξ διακρινέει [[μένος]] [[ἀνδρῶν]] Hom.; διακριθῆναι ἀπ᾽ [[ἀλλήλων]] Thuc.; νυκτὸς ἡ [[μάχη]] διεκρίθη Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[разделять на составные части]], [[разлагать]] (τῇ θερμότητι τὰς συστάσεις Arst.; διακρίνεσθαι καὶ συγκρίνεσθαι Plat.): εἰς τὸ διακριθῆναι [[ἀνάγκη]] ἅπασιν [[ἐλθεῖν]] Arst. все с необходимостью приходит к (своему) распаду;<br /><b class="num">3)</b> [[разделять пополам]], [[расчесывать на пробор]] ([[κόμη]] διακεκριμένη Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[разбирать]], [[различать]] (καὶ ἀλαὸς διακρίνειε τὸ [[σῆμα]] [[ἀμφαφόων]] Hom.);<br /><b class="num">5)</b> тж. med. [[различать]], [[отличать]] (τί τινος и τι [[καί]] τι Plat.): οὐδένα διακρίνων Her. никого не различая, т. е. всех без разбора;<br /><b class="num">6)</b> [[решать]], [[определять]] (τὸν νικῶντα χειροτονίαις Plat.): [[ταῦτα]] οὐκ [[ἔχω]] διακρῖναι Her. этого я решить не в состоянии; διακρῖναι ποῖον ἀντὶ ποἱου αἱρετέον Arst. определить, что чему предпочесть;<br /><b class="num">7)</b> тж. med. [[разбирать]], [[решать]] (δίκας Plat.; med. [[νεῖκος]] Hes., τὸ [[νῦν]] ζητούμενον Plat.): ὅπλοις ([[Ἄρηϊ]] Theocr.) ἢ λόγοις διακρίνεσθαι Dem. решить свой спор оружием или путем переговоров; μάχῃ διακριθῆναι πρός τινα Her. померяться в бою силами с кем-л.;<br /><b class="num">8)</b> med. [[колебаться]], [[сомневаться]]: μηδὲν διακρινόμενος NT нисколько не колеблясь («[[ничтоже сумняшеся]]»).
|elrutext='''διακρίνω:''' (ῑ)<br /><b class="num">1</b> [[разделять]], [[разводить]] (εἰ μὴ νὺξ διακρινέει [[μένος]] [[ἀνδρῶν]] Hom.; διακριθῆναι ἀπ᾽ [[ἀλλήλων]] Thuc.; νυκτὸς ἡ [[μάχη]] διεκρίθη Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[разделять на составные части]], [[разлагать]] (τῇ θερμότητι τὰς συστάσεις Arst.; διακρίνεσθαι καὶ συγκρίνεσθαι Plat.): εἰς τὸ διακριθῆναι [[ἀνάγκη]] ἅπασιν [[ἐλθεῖν]] Arst. все с необходимостью приходит к (своему) распаду;<br /><b class="num">3</b> [[разделять пополам]], [[расчесывать на пробор]] ([[κόμη]] διακεκριμένη Plut.);<br /><b class="num">4</b> [[разбирать]], [[различать]] (καὶ ἀλαὸς διακρίνειε τὸ [[σῆμα]] [[ἀμφαφόων]] Hom.);<br /><b class="num">5</b> тж. med. [[различать]], [[отличать]] (τί τινος и τι [[καί]] τι Plat.): οὐδένα διακρίνων Her. никого не различая, т. е. всех без разбора;<br /><b class="num">6</b> [[решать]], [[определять]] (τὸν νικῶντα χειροτονίαις Plat.): [[ταῦτα]] οὐκ [[ἔχω]] διακρῖναι Her. этого я решить не в состоянии; διακρῖναι ποῖον ἀντὶ ποἱου αἱρετέον Arst. определить, что чему предпочесть;<br /><b class="num">7</b> тж. med. [[разбирать]], [[решать]] (δίκας Plat.; med. [[νεῖκος]] Hes., τὸ [[νῦν]] ζητούμενον Plat.): ὅπλοις ([[Ἄρηϊ]] Theocr.) ἢ λόγοις διακρίνεσθαι Dem. решить свой спор оружием или путем переговоров; μάχῃ διακριθῆναι πρός τινα Her. померяться в бою силами с кем-л.;<br /><b class="num">8</b> med. [[колебаться]], [[сомневаться]]: μηδὲν διακρινόμενος NT нисколько не колеблясь («[[ничтоже сумняшеся]]»).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:10, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακρίνω Medium diacritics: διακρίνω Low diacritics: διακρίνω Capitals: ΔΙΑΚΡΙΝΩ
Transliteration A: diakrínō Transliteration B: diakrinō Transliteration C: diakrino Beta Code: diakri/nw

English (LSJ)

[ρῑ], fut. διακρῐνῶ, Ep.and Delph. A διακρινέω Il.2.387, SIG614.8 (ii B.C.):—separate one from another, ὥς τ' αἰπόλια… αἰπόλοι ἄνδρες ῥεῖα διακρίνωσιν Il.2.475, cf. Hdt.8.114; part combatants, εἰς ὅ κε δαίμων ἄμμε διακρίνη Il.7.292, etc.; εἰ μὴ νὺξ… διακρινέει μένος ἀνδρῶν 2.387; δ. φιλέοντε Od.4.179; κρόκην καὶ στήμονας συγκεχυμένους δ. Pl. Cra.388b:—Pass., to be parted, of hair, Plu.Rom.15: more freq. of combatants, διακρινθήμεναι (Ep. inf. aor. 1 Pass.) ἤδη Ἀργείους καὶ Τρῶας Il.3.98, cf.102,7.306, etc.: also in fut. Med., διακρινέεσθαι Od. 18.149, 20.180; διακριθέντες ἐκ τῆς ναυμαχίης Hdt.8.18; διακριθῆναι ἀπ' ἀλλήλων Th.1.105, cf. 3.9; διακρίνεσθαι πρός .. part and join different parties, Id.1.18. b Pass., to be divorced, Leg.Gort.2.46. 2 in Philosophy, separate, decompose into elemental parts, opp. συγκρίνω, chiefly in Pass., Anaxag.12, cf. Arist.Metaph.985a28, [Epich.]245, Pl.Phd.71b, Prm.157a, etc. 3 ἄστρων διακρίνει φάη σελάνα prob. sets apart, removes, i.e. outshines, B.8.28. II distinguish, καί κ' ἀλαὸς διακρίνειε τὸ σῆμα Od.8.195; οὐδένα δ. without distinction of persons, Hdt.3.39; οὐχὶ δ. τὴν πενιχρὰν ἢ πλουσίαν Diod.Com.2.8: pf. Pass. in med. sense, διακεκρίμεθα τάς τε καθαρὰς ἡδονὰς καὶ… Pl.Phlb. 52c: plpf. in pass. sense, διεκέκριτο οὐδέν no distinction was made, Th.1.49; διακεκριμέναι = distinct, varied, B.Fr.24. III decide, of judges, ὀρθᾷ δ. φρενί Pi.O.8.24; δ. δίκας Hdt.1.100; διὰ δὲ κρίνουσι θέμιστας Theoc.25.46; also, determine a fever, mark its crisis, Hp. Coac.137; ἡ νοῦσος μάλιστα διακρίνει ἐν οὐδενί has usually no crisis in any patient, Id.Morb.2.71; δ. αἵρεσιν Hdt.1.11; δ. εἰ… Id.7.54; δ. περί τινος Ar.Av.719:—Med., νεῖκος δ. get it decided, Hes.Op.35; τὸ ζητούμενον Pl.Phlb.46b; decide among yourselves, ταῦτα… ὅπως ποτ' ἔχει δ. D.32.28:—Pass., bring an issue to decision, ἐπέεσσί γε νηπυτίοισι ὧδε διακρινθέντε Il.20.212; αἴ τινι τᾶν πολίων ᾖ ἀμφίλλογα, διακριθῆμεν Foed.Dor. ap. Th.5.79; διακριθεῖμεν περί τινος Pl.Euthphr. 7c; of combatants, μάχῃ διακριθῆναι πρός τινα Hdt.9.58; πρός τινα ὑπέρ τινος LXX Jl.3(4).2; ὅπλοις ἢ λόγοις διακρίνεσθαι Philipp. ap. D. 12.7; διακρίνεσθαι περὶ τῶν ὅλων Plb.3.111.2; τινί with one, Ep. Jud.9: abs., PMagd.1.15 (iii B.C.), etc.; also πόλεμος διακριθήσεται Hdt.7.206; of a person, to be judged, Polem.Call.18. IV set apart [a place] for holy purposes, Pi.O.10(11).46. V interpret a dream, etc., Ph.2.54, Junc. ap. Stob.4.50.95. VI question, τοὺς ἰατρούς Arr.Epict.4.1.148. VII doubt, hesitate, waver, Act.Ap. 11.12 (s.v.l.): usually in Med. and Pass., μηδὲν διακρινόμενος ib.10.20; μὴ διακριθῆτε Ev.Matt.21.21, cf. Ep.Rom.4.20.

Spanish (DGE)

A tr.
I en sent. concr., c. ac. plu. o colect., o dos o más ac.
1 separar físicamente a los guerreros εἰς ὅ κε δαίμων ἄμμε διακρίνῃ Il.7.292, εἰ μὴ νὺξ ἐλθοῦσα διακρινέει μένος ἀνδρῶν Il.2.387, ὥς τ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν ... διακρίνωσιν Il.2.475, cf. Plb.12.4.11, τὴν στρατιὴν διέκρινε organizaba las tropas Hdt.8.114, κατὰ φυλὰς διεκρίνομεν τὰ ἔπιπλα X.Oec.9.6, τέτραχα ... ἅπαντας Orác. en IGR 4.360.24 (Pérgamo II d.C.), ὁ γὰρ Ταῦρος ... διακρίνει τά τε τῇ ἄρκτῳ καὶ τὰ τῇ ἀνατολῇ ἔθνη προσκείμενα Hdn.3.1.4, en v. pas. πολλὸν διακεκριμένον ἔχειν τὸ σῶμα τό τε προϋπάρχον καὶ τὸ ἐπιτραφέν Hp.Nat.Hom.12, συνέμισγον ... οὐ διακεκριμένοις τοῖς ἱππεῦσιν, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς πεζούς (los jinetes) entablaron batalla no sólo con los jinetes por separado, sino también con la infanteria Plu.Marc.7, cf. D.S.17.91, τὸ δ' εἰς πλῆθος ἤδη διακρινόμενον Iambl.Myst.1.5, c. ἀπό y gen. νύκτα ... ἀπ' ἤματος Hymn.Is.34
διακρίνειν τὰς κόμας peinar la cabellera Longus 1.24.3, cf. en v. med., D.Chr.21.7, en v. pas. τὴν κόμην ... διακρίνεσθαι Plu.Rom.15, cf. Lyc.22
en votaciones separar τῶν δὲ ψήφων διακρινομένων para hacer el recuento, Hld.1.14.1
c. ac. y dat. separar para alguien, asignar τοιαύταν ... αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακρίνειν Pi.P.1.68, θέρος νεάταις διακρίνας Orph.H.34.22.
2 fil., cien. en la teoría atomista de la percepción separar, disociar partículas τὰ δὲ (μόρια) διακρίνοντα αὐτήν (τὴν ὄψιν) Pl.Ti.67d, τὸ μὲν ὦν λευκὸν διακρίνει τὰν ὄψιν Ti.Locr.101c
disociar, disolver διακρίνουσαι τῇ θερμότητι τὰς συστάσεις Arist.Mete.340a29, cf. Metaph.985a24, τῆς διακρινούσης αὐτὸν (τὸν ἀέρα) ἀλέας Plu.Caes.69.
3 delimitar un terreno περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε Pi.O.10.46, οὔπω τῶν τόπων διακεκριμένων Plu.Sull.35, cf. Longus 4.2.5.
II de operaciones mentales
1 distinguir c. un ac. καί κ' ἀλαὸς ... διακρίνειε τὸ σῆμα ἀμφαφόων hasta un ciego distinguiría, palpando, la marca, Od.8.195, οὖς ... ῥήματα διακρίνει LXX Ib.12.11, τὰ μὲν νόμῳ Hp.Morb.Sacr.14, τὰ δίκαια D.57.6, τί λίμνη καὶ τί πεδίον Ach.Tat.4.14.7
discernir, distinguir una cosa de otra, c. dos ac. coord. ὄψιν ... φίλην καὶ ἐχθρὰν διακρίνει Pl.R.376b, τὸν προσποιούμενον ἰατρὸν εἶναι ... καὶ τὸν ὡς ἀληθῶς ὄντα ... δ. Pl.Chrm.170e, cf. Arist.Rh.1375b6, Plu.2.50b, μὴ δ. μήτε χολώδεα μήτε φλεγματώδεα Hp.Morb.Sacr.2, φίλον ἢ πολέμιον D.S.19.7, cf. 13.57, τὸ δίκαιον καὶ τὸ ἄδικον PMag.5.103
c. ac. y gen. o prep. y gen. πῶς ἄν τις διακρίνειε τὸν κόλακα τοῦ φίλου Plu.2.48e tít., cf. Sor.107.18, τὸν ἄνθρωπον διακρῖναι ... ἀπὸ τῶν ἄλλων ζῴων S.E.P.2.24, ἐκ τῶν βελτίστων διακρίνει τὰ χείριστα Aristid.Quint.60.22
c. giro prep. y ac. κατὰ γένος Pl.Sph.253e, σαφηνίζων ἕκαστα τῶν ὄντων, καὶ διακρίνων ... εἰς τὰ πρώτιστα στοιχεῖα Gr.Thaum.Pan.Or.8.9
abs. ἅμα μὲν διακρίνοντες, ἅμα δὲ μεταφέροντες ἐπὶ τὰ παραπλήσια Plb.12.25i.8, ἡ διακρίνειν δυναμένη φιλοσοφία S.E.M.1.280
en v. med.-pas. διεκέκριτο οὐδὲν ἔτι ya no hubo distinción Th.1.49
fact. hacer distinto (Ζεύς) ἄστρα διακρίνας Arat.11
en v. pas. ser distinguido τῷ χλιαρῷ τῷ ἐν τῇ γλώττῃ ... διακρίνεσθαι τοὺς χυμούς Placit.4.18.1 (= Alcmaeo A 9).
2 hacer diferencias, distingos ἔφερε δὲ καὶ ἦγε πάντας διακρίνων οὐδένα las saqueaba todas sin hacer ninguna diferencia Hdt.3.39, οὐδὲν διέκρινεν μεταξὺ ἡμῶν τε καὶ αὐτῶν Act.Ap.15.9, τίς γάρ σε διακρίνει; ¿quién te prefiere?, 1Ep.Cor.4.7.
3 examinar, reconocer c. ac., esp. de piedras y metales ὁ τὸν λίθον διακρίνων τεχνίτης D.S.3.12, cf. Poll.7.97
fig. c. compl. de pers. someter a prueba διέκρινεν δέ με ὥσπερ τὸ χρυσίον LXX Ib.23.10
preguntar τοὺς ἰατροὺς διακρίνοντος, εἰ ἤδη θανασίμως ἔχουσιν Arr.Epict.4.1.148.
4 de oráculos y presagios examinar, interpretar ὡς τοῦ Ποσειδῶνος αὐτοῖς βοηθήσειν μέλλοντος διέκρινον τὸ σημεῖον D.S.17.41, τὰ τοῦ Ἀπόλλωνος μαντεῖα Iunc. en Stob.4.50.95
otros signos τὸ μὲν πρόσωπον τοῦ οὐρανοῦ γινώσκετε δ. Eu.Matt.16.3, τὰς γραφάς Hom.Clem.3.49.
III 1en cont. jur., agon. y gener. juzgar, dictar sentencia sobre, resolver mediante veredicto o decisión διακρίνοντα θέμιστας ἰθείῃσι δίκῃσιν Hes.Th.85, τὰς ἐσφερομένας (δίκας) Hdt.1.100, σὺν δ' ἀέθλοις ... διακρῖναι ... ἅντινα σχήσοι τις ἡρώων dirimir mediante competiciones a cuál de ellas obtendría cada uno de los héroes Pi.P.9.115, ὅ τι γὰρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ, ὀρθᾷ διακρῖναι φρενί Pi.O.8.24, ὅ τι δ' ἂν διακρίνωσι, κύριον ἔστω ID 502A.23 (III a.C.), θανάτου μὲν οὐκ εἰσι κύριοι, τὰ δὲ λοιπὰ πάντα διακρίνουσι D.S.5.42, ἡμετέρην ἀρετὴν ἀνὰ δηιοτῆτα ... διακρινέει ... Ἄρης Q.S.7.669, cf. 6.55
frec. op. διαλύωresolver amistosamente, mediante acuerdo entre las partes’ τοὺς μὲν πλείστους τῶν διαφερομένων ... διέλυον συμφερόντως, τοὺς δὲ διέκρινομ μετὰ πάσης δικαιοσύνης la mayor parte de los pleitos los resolvía amistosamente de modo provechoso, los demás los juzgaba con toda justicia, ICos ED 129.11 (III a.C.), τάς τε δίκας ... τὰς μὲν διέλυσε, τὰς δὲ διέκρινε δικαίως κατὰ τοὺς νόμους FD 3.220.18 (III a.C.), cf. IIasos 608.7 (III a.C.), en v. pas. αἰ δέ τινι τᾶν πολίων ᾖ ἀμφίλλογα, ... αἴτε περὶ ὅρων αἴτε περὶ ἄλλω τινός, διακριθῆμεν Trat. lacon. en Th.5.79, δίκῃ διακριθῆναι X.HG 5.2.10, τὰ συμβόλαια τὰ ὑπάρχοντα ἑκατέροις ... διακριθῆναι κατὰ τοὺς ἑκατέρων νόμους Welles, RC 3.25 (Teos IV a.C.)
abs. emitir veredicto, dictar sentencia y gener. decidir ἡ ἐργασία τοῦ γραμματεύειν καὶ δ. LXX 1Pa.26.29, περὶ τῶν ἀμφ[ισβητουμέν] ων συμβολαίων ICos ED 129.3 (III a.C.), διήκουε τῶν ... γινομένων συναλλαγμάτων καὶ διέκρινε μετὰ πολλῆς σπουδῆς Plb.26.1.6, cf. IG 7.3073.43 (Lebadea II a.C.), δ. ἐν ἡμέραις πέντε Aristeas 110
tb. en v. med. y suj. plu. resolver, dirimir διακρινώμεθα νεῖκος ἰθείῃσι δίκῃς resolvamos nuestro pleito con sentencias justas Hes.Op.35, ταῦτα ... αὐτοὶ πρὸς ἑαυτοὺς ὑμεῖς ... διακρινεῖσθε D.32.28.
2 juzgar en juicio de arbitraje, someter a arbitraje sólo en v. pas. Θασίους ... καὶ Μαρωνίτας ἀναγκάσαι περὶ Στρύμης διακριθῆναι λόγοις Philipp.Maced.2.17, ἀποστεῖλαι αὐτοὺς διακριθησομένους μοι PEnteux.55.15, cf. 53.8 (ambos III a.C.), ὅπως διακριθῶ αὐτοῖς ἐπὶ Διοφάνους PEnteux.60.8 (III a.C.), ἡγούμενος δεῖν ἐπ' ἄλλου μὲν μηθενὸς αὐτῷ διακριθῆναι, ἐπὶ σοῦ δ' αὐτοῦ opinando que mi pleito con ellos no debe ser juzgado ante nadie más que ante tí mismo, UPZ 71.15 (II a.C.).
3 decidir, resolver en razonamientos τοιαύτην αἵρησιν Hdt.1.11, πῶς τοῦτο ... διακρίνοις ἄν; Pl.Phlb.58a, τί οὐ διακρίνεις ... ὁπότερος ... Ar.Eq.1207, τὴν ... ἀντιπολιτείαν ... διέκρινε τὸ διαβούλιον Plb.29.10.2
abs. tomar una decisión βούλει δῆτα ἐγώ σοι ... διακρίνω; Pl.Plt.272b, cf. X.Mem.1.1.9, An.6.1.22
en v. med. mismo sent. διακρίνασθαι τὸ νῦν ζητούμενον Pl.Phlb.46b.
4 en batallas decidir la lucha, vencer διὰ μὲν τῆς φάλαγγος τὰ ὅλα διακρίνας Plb.5.86.1
luchar αἱ χεῖρες αὐτοῦ διακρινοῦσιν αὐτῷ sus manos lucharán por él LXX De.33.7
en v. pas. ser decidido διακριθήσεσθαι τὸν ... πόλεμον Hdt.7.206, D.S.11.64.
5 tener una influencia decisiva ὅσαπερ περὶ μαντείας διακρίνει cuanto tiene una importancia decisiva en la adivinación Ar.Au.719
medic. hacer crisis τοὺς καυσώδεας διακρίνουσιν αἱ τεσσαρεσκαιδέκα ἡμέραι Hp.Coac.134, ἡ δὲ νοῦσος μάλιστα διακρίνει ἐν οὐδενί Hp.Morb.2.71.
B intr., gener. en v. med.-pas.
I 1separarse, retirarse, alejarse esp. de los combatientes ἄλλοι δὲ διακρινθεῖτε τάχιστα Il.3.102, cf. 98, 7.306, οὐ γὰρ ἀναιμωτί γε διακρινέεσθαι ὀΐω μνηστῆρας καὶ κεῖνον no creo que se separen sin sangre los pretendientes y aquél, Od.18.149, cf. 20.180, 24.532, διακεκριμέναι δὲ ἕκασται ἔρχατο Od.9.220, cf. Hdt.7.40, Th.4.14, διακριθέντες ... ἐπαλάσσοντο (los efectivos de un ejército), Hdt.7.219, νυκτὸς ἡ μάχη διεκρίθη al llegar la noche la batalla se retiró, e.e. se interrumpió Plu.Pyrrh.29, cf. 21, πολλάκις αἰσχύναντες τὸ βῆμα διεκρίθησαν Plu.Caes.28
c. prep. y gen. ἐκ τῆς ναυμαχίας Hdt.8.18, ἀπ' ἀλλήλων Th.1.105, ἐπ' οἴκου Th.4.25
hacer defección ὕστερον οὐ πολλῷ διεκρίθησαν πρὸς Ἀθηναίους Th.1.18, ἀφ' ὧν διακρίνοιντο Th.3.9.
2 jur. divorciarse αἰ κ' ἀνε̄̀ρ καὶ γυνὰ διακρ[ί] νον[τ] αι ICr.4.72.2.46 (Gortina V a.C.).
3 separarse de, distinguirse de en v. act. fig. ὡς ἄστρων διακρίνει φάη ... σελάνα como la luna deja atrás la luz de los astros B.9.28, en v. med.-pas. ὀργαὶ μὲν ἀνθρώπων διακεκριμέναι μυρίαι B.Fr.34, οὕτω διεκρίθη γεωμετρίας ἐκπεσοῦσα μηχανική Plu.Marc.14, ἔχον δὲ τὰ μέγιστα διακεκριμένα Hp.Epid.2.2.19.
4 distinguirse, diferenciarse, destacar c. gen. o c. giro prep. (ἡ χείρ) μελέων διακέκριται ἄλλων Arat.681, μορφῇ δὲ διέκριθεν ἄλλη ἀπ' ἄλλης Q.S.10.339, cf. Sor.50.19
estar reconocido ποιητὴς ὢν κακὸς καὶ διακριθεὶς ἐν Ἀθήναις D.S.15.74.
5 fil. dividirse en componentes esenciales ἀπὸ ἐόντων χρημάτων συμμίσγεταί τε καὶ διακρίνεται Anaxag.B 17, συνεκρίθη καὶ διεκρίθη Epich.223, διακρινόμενον δ' ἄλλο πρὸς ἄλλου E.Fr.839.13, cf. en v. pas. Ar.Th.13, Hp.Vict.1.4, οὔτε διακρίνεται οὔτε συγκρίνεται (τὸ ἕν) Pl.Prm.157a, Dam.Pr.37, τηκόμενον καὶ διακρινόμενον (τὸ ὕδωρ) Pl.Ti.49b, cf. Arist.Mete.340a10.
6 de los órganos diferenciarse, separarse del tronco διακρίνεται τὰ μέλεα Hp.Vict.1.26, cf. Epid.2.3.17, Arist.GA 740a14, διακρίνεται καθ' ἕκαστα τῶν μελέων τὸ σῶμα Hp.Oct.1
disociarse de un humor, Hp.Nat.Hom.12.
II 1decidir, llegar a una decisión en combate πρὸς τοὺς ... ἀρίστους ἀνθρώπων μάχῃ διακριθῆναι Hdt.9.58, πρὸς τοὺς ἐλευθεροῦντας X.Ages.1.33, πρὸς τούτους Plb.2.22.11, πρὸς τοὺς πολεμίους Plu.Phil.9, ἐξέταζεν ὡς μάχῃ διακριθησόμενος D.S.15.84, διακριθῆναι περὶ τῶν ὅλων Plb.3.111.2, cf. D.S.18.17, διακρίνεσθαι τοῖς πολεμίοις D.S.13.111.
2 promover pleitos ἄνδρα δικαζόμενον καὶ διακρινόμενον LXX Ie.15.10
entrar en juicio διακριθήσομαι πρὸς αὐτοὺς ἐκεῖ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ μου entraré en juicio con ellos por mi pueblo LXX Il.4.2, cf. Ez.20.35.
3 discutir, debatir περὶ τοῦ κάλλους X.Smp.4.20, περὶ τὸ Μωϋσέως σώματος Ep.Iud.9, διεκρίνοντο πρὸς αὐτόν discutían con él, Act.Ap.11.2, cf. Cyr.S.V.Sab.71 (p.174).
III en lit. crist. tener dudas, dudar de la palabra de Dios ἐὰν ἔχητε πίστιν καὶ μὴ διακριθῆτε Eu.Matt.21.21, cf. Eu.Marc.11.23, μηδὲν διακρινόμενος Act.Ap.10.20, cf. Ep.Iac.1.6, εἰς τὴν ἐπαγγελίαν ... οὐ διεκρίθη Ep.Rom.4.20
tb. en act. μήπως σὺ περὶ τῆς παραδοθείσης σοι ἀληθείας διακριθῇς Hom.Clem.1.20
entrarle a uno dudas, vacilar Cyr.S.V.Euthym.33, 58.

German (Pape)

[Seite 584] (s. κρίνω), trennen, sondern, absondern, scheiden, auseinanderbringen. Bei Homer stets in dieser ursprünglichen Bedeutung: 1) Activ.: Iliad. 2, 475 ὥς τ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν αἰπόλοι ἄνδρες ῥεῖα διακρίνωσιν, ἐπεί κε νομῷ μιγέωσιν; Odyss. 8, 195 και κ' ἀλαός τοι, ξεῖνε, διακρίνειε τὸ σῆμα ἀμφαφόων, ἐπεὶ οὔ τι μεμιγμένον ἐστὶν ὁμίλῳ, ἀλλὰ πολὺ πρῶτον; 4, 179 οὐδέ κεν ἡμέας ἄλλο διέκρινεν φιλέοντέ τε τερπομένω τε, πρίν γ' ὅτε δὴ θανάτοιο μέλαν νέφος ἀμφεκάλυψεν; besonders Kämpfende auseinanderbringen: Iliad. 2, 387 εἰ μὴ νὺξ ἐλθοῦσα διακρινέει μένος ἀνδρῶν; 7, 292 ὕστερον αὖτε μαχησόμεθ', εἰς ὅ κε δαίμων ἄμμε διακρίνῃ, δώῃ δ' ἑτέροισί γε νίκην; 17, 531 καί νύ κε δὴ ξιφέεσσ' αὐτοσχεδὸν ὁρμηθήτην, εἰ μή σφω' Αἴαντε διέκριναν μεμαῶτε. – 2) Passiv.: Odyss. 9, 220 στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων· διακεκριμέναι δὲ ἕκασται έρχατο, χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ μέτασσαι, χωρὶς δ' αὖθ' ἕρσαι; Iliad 2, 815 ἔνθα τότε Τρῶές τε διέκριθεν ἠδ' ἐπίκουροι; von Kämpfenden: Iliad. 7, 306 τὼ δὲ διακρινθέντε ὁ μὲν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν ἤι', ὁ δ' ἐς Τρώων ὅμαδον κίε; 3, 98. 102 φρονέω δὲ διακρινθήμεναι ἤδη Ἀργείους καὶ Τρῶας, ἐπεὶ κακὰ πολλὰ πέποσθε εἵνεκ' ἐμῆς ἔριδος καὶ Ἀλεξάνδρου ἕνεκ' ἀρχῆς. ἡμέων δ' ὁπποτέρῳ θάνατος καὶ μοῖρα τέτυκται, 102 τεθναίη· ἄλλοι δὲ δια κρινθεῖτε τάχιστα: zu vs. 102 vgl Scholl. Herodian.; zu vs. 99 Scholl. Aristonic. Ἀργείους καὶ Τρῶας: ἡ διπλῆ περιστιγμένη, ὅτι Ζηνόδοτος γράφει Ἀργεῖοι καὶ Τρῶες, ὡς ἀποστροφῆς τοῦ λόγου γεγονυίας πρὸς αὐτούς. ἔστι δὲ τὸ διακρινθῆναι διχῶς χωρισθῆναι· ὁ δὲ Ζηνόδοτος συνήθως ἡμῖν τέταχεν (»puto pro judicium subire« Lehrs Aristarch. p. 151). – 3) Medium in passiver Bedeutung: Odyss. 18, 149 οὐ γὰρ ἀναιμωτί γε διακρινέεσθαι ὀίω μνηστῆρας καὶ κεῖνον, ἐπεί κε μέλαθρον ὑπέλθῃ; 20, 180 πάντως οὐκέτι νῶι διακρινέεσθαι ὀίω πρὶν χειρῶν γεύσασθαι. – Bei den Folgenden: 1) von einander absondern, aus- u. unterscheiden, trennen; οὐδένα Her. 3, 39; διακρινομένη στρατιὴ ἐσχίζετο 8, 34; αἵρεσιν 1, 11; στήμονας συγκεχυμένους Plat. Crat. 388 b; φίλην καὶ ἐχθράν Rep. II, 376 b; κατὰ γένος Soph. 253 e; Gegensatz συγκρίνειν Phaed. 72 c; auch med. so, διακεκρίμεθα χωρὶς τάς τε καθαρὰς ἡδονὰς καὶ τὰς ἀκαθάρτους Phil. 32 a; vgl. 46 b; τὴν κόμην, das Haar scheiteln, Plut. Rom. 15; auch τινός, von etwas, Ap. Rh. 3, 1129. – 2) entscheiden, beurtheilen, λόγον ἀνθρώπων, ὀρθᾷ φρενί, Pind. P. 1, 68 Ol. 8. 24; Her. 7, 54; Ἅιδης διακρίνει τοῦτο Ar. Vesp. 763; oft bei Plat., τὴν δίκην Legg. XI, 937 b; διέκρινε καὶ διεξῄει τὰ ἐρωτώμενα Prot. 315 c; ὁπότερος ἀληθῆ λέγει Lach. 186 e; τὸν νικῶντα χει ροτονίαις Legg. II, 659 b; u. so Folgde. Auch med., διακρινώμεθα νεῖκος Hes. O. 35. – Pass., bes. aor. διεκρίθην, getrennt werden, aus einander kommen, Her. 7, 219; ἐκ τῆς ναυμαχίης 8, 18; ἀπ' ἀλλήλων Thuc. 1, 105; aber οὐδὲν ἔτι διεκέκριτο, 1, 49, es wurde kein Unterschied mehr gemacht; einen Streit beilegen; πόλεμος διακριθήσεται Her. 7, 206; περί τινος Plat. Euth. 7 c; Legg. XII, 956 c; aber auch = in Streit mit Jemand gerathen, kämpfen, μάχῃ πρός τινα Her. 9, 58; ὅπλοις ἢ λόγοις, ausmachen, Dem. 12. 17 (epist. Phil.); περὶ τῶν ὅλων Pol. 3, 111; vgl. 2, 22, 11. 18, 35, 4; abs., sich streiten, Ath. XII, 554 c; – zweifeln, N. T.

French (Bailly abrégé)

f. διακρινῶ, etc.
I. séparer l'un de l'autre, particul. :
1 séparer en deux, séparer (deux armées, deux combattants, etc.);
2 séparer les uns des autres;
3 séparer en ses éléments primitifs;
II. distinguer, d'où
1 discerner par la vue;
2 distinguer : οὐδένα διακρίνων HDT sans distinction de personnes;
III. p. ext. décider, d'où
1 rendre un arrêt, décider, juger;
2 en gén. décider : οὐκ ἔχειν διακρῖναι εἰοὔτε εἰ HDT ne pouvoir décider si … ou si ; πόλεμος διακριθήσεται HDT la guerre sera décidée, càd terminée ; Pass. faire décider (une querelle) : μάχῃ διακριθῆναι πρός τινα HDT décider une querelle en se mesurant avec qqn;
Moy. διακρίνομαι;
1 distinguer;
2 décider, trancher : δ. Ἄρηϊ THCR décider par la force des armes.
Étymologie: διά, κρίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-κρίνω, Ion. inf. fut. med. διακρινέεσθαι met acc., causat. uit elkaar doen gaan, scheiden:; εἰς ὅ κε δαίμων ἄμμε διακρίνῃ totdat de godheid ons scheidt Il. 7.292; van anderen scheiden:. τὴν στρατίην διέκρινε hij selecteerde het leger Hdt. 8.114.1. onderscheiden:; καί κ’ ἀλαός... διακρίνειε τὸ σῆμα ἀμφαφόων zelfs een blinde zou dit teken kunnen onderscheiden als hij het met zijn handen betastte Od. 8.195; ἔφερε δὲ καὶ ἦγε πάντας διακρίνων οὐδένα hij roofde en plunderde iedereen zonder onderscheid Hdt. 3.39.4; med..;: διακεκρίμεθα τάς τε καθαρὰς ἡδονὰς καί τὰς... ἀκαθάρτούς wij hebben een onderscheid gemaakt tussen de zuivere en de onzuivere genoegens Plat. Phlb. 52c; pass.: διεκέκριτο οὐδέν niets was meer uitgezonderd Thuc. 1.49.7. beslissen. beoordelen: met acc. v. h. inw. obj.:; διακρίνοντα θέμιστας ἰθείῃσι δίκῃσιν oordelen vellend met rechtvaardige uitspraken Hes. Th. 85; δ. τοιαύτην αἵρεσιν een dergelijke keuze te maken Hdt. 1.11.3; δ. δίκας vonnissen vellen Hdt. 1.100.1; abs..; ὅσαπερ περὶ μαντείας διακρίνει alles wat over mantiek beslist Aristoph. Av. 719; ook med., met acc.: διακρινώμεθα νεῖκος laten we de twist beslechten Hes. Op. 35. pass. intrans. gescheiden worden, uit elkaar gaan:; ἄλλοι δὲ διακρινθεῖτε τάχιστα de anderen moeten ijlings uiteen gaan Il. 3.102; διακεκριμέναι δὲ ἕκασται ἔρχατο alle schapen waren apart opgesloten Od. 9.220; overdr.: διακρινθέντας ὀίω ἂψ ἴμεν Οὔλυμπονδε ik denk dat zij zich zullen verwijderen en weer teruggaan naar de Olympus Il. 20.141; ὕστερον οὐ πολλῷ διεκρίθησαν πρὸς Ἀθηναίους niet lang daarna scheidden zij zich af (en sloten zij zich aan) bij de Atheners Thuc. 1.18.2. het pleit beslechten, een beslissing tot stand brengen:. πρὸς τοὺς ἀρίστους ἀνθρώπων μάχῃ διακριθῆναι het pleit beslechten in een gevecht tegen de dapperste mannen Hdt. 9.58.2; διακρινώμεθ’ Ἄρῃ laten we het pleit beslechten in een gevecht Theocr. 22.175. NT twijfelen:. μὴ διακριθῆτε twijfelt niet NT Mt. 21.21.

Russian (Dvoretsky)

διακρίνω: (ῑ)
1 разделять, разводить (εἰ μὴ νὺξ διακρινέει μένος ἀνδρῶν Hom.; διακριθῆναι ἀπ᾽ ἀλλήλων Thuc.; νυκτὸς ἡ μάχη διεκρίθη Plut.);
2 разделять на составные части, разлагать (τῇ θερμότητι τὰς συστάσεις Arst.; διακρίνεσθαι καὶ συγκρίνεσθαι Plat.): εἰς τὸ διακριθῆναι ἀνάγκη ἅπασιν ἐλθεῖν Arst. все с необходимостью приходит к (своему) распаду;
3 разделять пополам, расчесывать на пробор (κόμη διακεκριμένη Plut.);
4 разбирать, различать (καὶ ἀλαὸς διακρίνειε τὸ σῆμα ἀμφαφόων Hom.);
5 тж. med. различать, отличать (τί τινος и τι καί τι Plat.): οὐδένα διακρίνων Her. никого не различая, т. е. всех без разбора;
6 решать, определять (τὸν νικῶντα χειροτονίαις Plat.): ταῦτα οὐκ ἔχω διακρῖναι Her. этого я решить не в состоянии; διακρῖναι ποῖον ἀντὶ ποἱου αἱρετέον Arst. определить, что чему предпочесть;
7 тж. med. разбирать, решать (δίκας Plat.; med. νεῖκος Hes., τὸ νῦν ζητούμενον Plat.): ὅπλοις (Ἄρηϊ Theocr.) ἢ λόγοις διακρίνεσθαι Dem. решить свой спор оружием или путем переговоров; μάχῃ διακριθῆναι πρός τινα Her. померяться в бою силами с кем-л.;
8 med. колебаться, сомневаться: μηδὲν διακρινόμενος NT нисколько не колеблясь («ничтоже сумняшеся»).

Greek (Liddell-Scott)

διακρίνω: μέλλ. -κρῐνῶ (ἴδε κρίνω): - χωρίζω τὸ ἓν ἀπὸ τοῦ ἄλλου, διαχωρίζω, ὥστ’ αἰπόλια… αἰπόλοι ἄνδρες ῥεῖα διακρίνωσιν Ἰλ. Β. 475· διαχωρίζω, ἀποχωρίζω, «ξεχωρίζω» τοὺς διαμαχομένους, εἰσόκε δαίμων ἄμμε διακρίνη Η. 292, κτλ.· εἰ μὴ νύξ… διακρινέει μένος ἀνδρῶν Β. 387, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 18· δ. φιλέοντε Ὀδ. Δ. 179· ὡσαύτως, στήμονας συγκεχυμένους δ. Πλάτ. Κρατ. 388Β· δ. τὴν κόμην, διαχωρίζειν, Πλάτ. Ρωμ. 15. - Παθ., διαχωρίζομαι, ἐπὶ διαμαχομένων, διακρινθήμεναι ἤδη Ἀργείους καὶ Τρῶας (Ἐπ. ἀπαρ. τοῦ παθ. ἀορ. α΄) Ἰλ. Γ. 98, πρβλ. 102, Η. 306, κτλ.· οὕτω καὶ κατὰ μέσ. μέλλ., διακρινέεσθαι Ὀδ. Σ. 149, Υ. 180· διακριθῆναι ἀπ’ ἀλλήλων Θουκ. 1.105, πρβλ. 3.9· διακρίνεσθαι πρὸς…, διαχωριζόμεθα καὶ ἑνούμεθα πρὸς διαφόρους μερίδας, ὁ αὐτ. 1.18. 2) παρὰ τοῖς παλαιοῖς φιλοσόφοις, χωρίζωδιαλύω εἰς τὰ στοιχειώδη μέρη, ἀντίθ. συγκρίνω, Ἀναξαγ. παρ’ Ἀριστ. Φυς. 8.9, 7, Ἐμπεδ. ἐν Μεταφ. 1.4, 8· - συχν. ἐν τῷ παθ., Ἐπίχ. 126 Ahr., Πλάτ. Φαίδωνι 71Β, Παρμ. 157Α, κτλ. ΙΙ. διακρίνω, βλέπω καλῶς, Λατ. discernere, καί κ’ ἀλαὸς… διακρίνειε τὸ σῆμα Ὀδ. Θ. 195· οὐδένα διακρίνων, ἄνευ διακρίσεως προσώπων, Ἡρόδ. 3.39· δ. τὴν κρόκην καὶ τοὺς στήμονας Πλάτ. Κρατ. 388Β· οὐχὶ δ. τὴν πενιχρὰν ἢ πλουσίαν Διόδωρος Ἐπικλήρ. 1.8· ὡσαύτως, δ. τί τινος Πλάτ. Τιμ. 58Β, κτλ.· - ἀπολ., κάμνω διάκρισιν, ἡ νοῦσος διακρίνει ἐν οὐδενὶ Ἱππ. 486.32· οὕτω δὲ καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ., διακεκρίμεθα τάς τε καθαρὰς ἡδονὰς και… Πλάτ. Φιλήβ. 52C· ἀλλ’ ὁ ὑπερσυντέλ. μετὰ παθ. σημασ., διεκέκριτο οὐδέν, οὐδεμία διάκρισις εἶχε γείνει, Θουκ. 1.49. ΙΙΙ. τακτοποιῶ, διαθέτω, ἀποφασίζω, ὁρίζω, Πίνδ. Ο. 8. 32· δ. δίκας Ἡρόδ. 1.100· διά τε κρίνουσι θέμιστας Θεόκρ. 25.46· ὡσαύτως ὁρίζω πυρετόν, ἀποφασίζω περὶ αὐτοῦ ἐκ τῆς κρίσεως εἰς ἣν ἦλθεν, Ἱππ. 137· δ. αἵρεσιν Ἡρόδ. 1.11· δ. εἰ… ὁ αὐτ. 7.54· δ. περί τινος Ἀριστοφ. Ὄρν. 719. - Μέσ., νεῖκος δ., διαχωρίζω, διαλύω τὴν φιλονικίαν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 35· τὸ ζητούμενον Πλάτ. Φιλήβ. 46Β· ταῦταὅπως ποτὲ ἔχει δ. Δημ. 890.1. - Παθ., ἐπὶ προσώπων, ἔρχομαι εἰς απόφασιν, ἀποφασίζω, ἐπέεσσί γε νηπυτίοισιν ὧδε διακρινθέντε Ἰλ. Υ. 212· αἴ τινι τᾶν πολίων ᾖ ἀμφίλογα, διακριθῆμεν, Συνθήκ. Δωρ. παρὰ Θουκ. 5.79· διακριθεῖμεν περί τινος Πλάτ. Εὐθύφρ. 7C· ὡσαύτως ἐπὶ διαμαχομένων, μάχῃ διακριθῆναι πρός τινα Ἡρόδ. 9.58· πρός τινα ὑπέρ τινος Ἑβδ. (Ἰωήλ, 3.2)· ὅπλοις ἢ λόγοις διακρίνεσθαι Φίλιππ. παρὰ Δημ. 163.15. διακρίνεσθαι ἀπολ., Λατ. decertare, Πολύβ. 3.111, 2· τινι, πρός τινα, Ἐπ. Ἰούδ. 9· - μετὰ πλήρους παθ. σημασ., πόλεμος διακριθήσεται Ἡρόδ. 7.206. IV. ἀποχωρίζω [τόπον τινὰ] δι’ ἱεροὺς σκοπούς, Πίνδ. Ο. 10 (11), 56. V. ἑρμηνεύω (χρησμόν, ὄνειρον), Ἰοῦγκος παρὰ Στοβ. 598. 43. VΙ. Μέσ. καὶ παθ., ἀμφιβάλλω, διστάζω, μηδὲν διακρινόμενος Πράξ. Ἀποστ. ι’, 20, ια’, 12· μὴ διακριθῆτε Εὐαγγ. κ. Ματθ. κα´, 21, πρβλ. Ἐπ. π. Ρωμ. δ´, 20· - πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 442.

English (Autenrieth)

fut. διακρινέει, aor. διέκρῖνε, opt. διακρίνειε, pass. aor. διεκρίθην, 3 pl. διέκριθεν, opt. διακρινθεῖτε, inf. διακρινθήμεναι, part. -θέντε, -θέντας, perf. part. διακεκριμένος, mid. fut. inf. διακρινέεσθαι: part, separate, distinguish; (αἰπόλια) ἐπεί κε νομῷ μιγέωσιν, Il. 2.475; of parting combatants, μαχησόμεθ' εἰσόκε δαίμων | ἄμμε διακρίνῃ, Il. 7.292; ‘distinguish,’ Od. 8.195; freq. in passive.

English (Slater)

διακρῑνω (διακ' ρίνειν: aor. διέκρινε; διακρῖναι)
   a decide, judge ὅτι γὰρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ, ὀρθᾷ διακρίνειν φρενὶδυσπαλές (v.l. διακρῖναι) (O. 8.24) σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν, ἅντινα σχήσοι τις ἡρώων (P. 9.115) “ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” (Bergk: ἰδόντα διακρ. codd.) fr. 168. 6.
   b appoint, ordain Ζεῦ τέλεἰ, αἰεὶ δὲ τοιαύταν αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακρίνειν ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων (“locus obscurus: ambigunt utrum τοιαύταν αἶσαν (Hermann) an ἔτυμον λόγον (Boeckh) verbi διακρίνειν subiectum esse dicant: neutrum recte: accipias — verbum ad duos illos accusativos ἀπὸ κοινοῦ positum.” Schroeder) (P. 1.68)
   c divide up, and so mark off Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε (sc. Ἡρακλέης) (O. 10.46)

English (Strong)

from διά and κρίνω; to separate thoroughly, i.e. (literally and reflexively) to withdraw from, or (by implication) oppose; figuratively, to discriminate (by implication, decide), or (reflexively) hesitate: contend, make (to) differ(-ence), discern, doubt, judge, be partial, stagger, waver.

English (Thayer)

imperfect διεκρινον; 1st aorist διεκρινα; middle (present διακρίνομαι); imperfect διεκρινομην; 1st aorist διεκρίθην (in secular authors in a passive sense, to be separated; cf. Winer's Grammar, § 39,2; (Buttmann, 52 (45))); in Greek writings from Homer down; in the Sept. chiefly for שָׁפַט, also for הֵדִין etc.
1. "to separate, make a distinction, discriminate (cf. διά, C. 4): οὐδέν διέκρινε μεταξύ ἡμῶν τέ καί αὐτῶν, μηδέν διακρίναντα, making no difference, namely, between Jews and Gentiles, L T Tr WH; like the Latin distinguo, used emphatically: to distinguish or separate a person or thing from the rest, in effect equivalent to to prefer, yield to him the preference or honor: τινα, Winer's Grammar, 452 (421)); τό σῶμα (τοῦ κυρίου), to learn by discrimination, to try, decide: T brackets WH reject the passage); ἑαυτόν, to determine, give judgment, decide a dispute: to be parted, to separate oneself from;
1. to withdraw from one, desert him (Thucydides 1,105; 3,9); of heretics withdrawing from the society of true Christians (Sozom. 7,2 (p. 705, Vales. edition) ἐκ τούτου οἱ μέν διακριθεντες ἰδίᾳ ἐκκλησιαζον): L T Tr text ἐλέγχετε διακρινομένους, those who separate themselves from you, i. e. who apostatize; instead of the ἐληιτε διακρινομένοι, which is to be rendered, making for yourselves a selection; cf. Huther at the passage; (others though adopting the reading preferred above, refer διακρίνω to the following head and translate it while they dispute with you; but WH (see their Appendix) Tr marginal reading follow manuscripts א B and a few other authorities in reading ἐλεᾶτε διακρινομένους, according to which διακρίνω is probably to be referred to signification 3: R. V. text on some have mercy, who are in doubt).
2. to separate oneself in a hostile spirit, to oppose, strive with, dispute, contend: with the dative of person Polybius 2,22,11 (cf. Winer's Grammar, § 31,1g.; Buttmann, 177 (154)); πρός τινα, Herodotus 9,58).
3. in a sense not found in secular authors, to be at variance with oneself, hesitate, doubt: ἐν τῇ καρδία αὐτοῦ, ἐν ἑαυτῷ (i. e., ἑαυτοῖς), do ye not make distinctions among yourselves); μηδέν διακρινόμενος, nothing doubting, i. e. wholly free from doubt, R G in οὐ διεκρίθη τῇ ἀπιστία, he did not hesitate through lack of faith, Romans 4:20.

Greek Monolingual

(AM διακρίνω)
1. κάνω διάκριση, ξεχωρίζω, διαστέλλω κάτι από κάτι άλλο
2. παρατηρώ, ξεχωρίζω
3. βλέπω καθαρά
4. ερμηνεύω, εξηγώ (όνειρα, χρησμούς κ.λπ.)
5. (-ομαι) ξεδιαλύνω τις σκέψεις μου, αναλογίζομαι
νεοελλ.
1. φροντίζω
2. διακρίνομαι
ξεχωρίζω από τους άλλους, υπερέχω, είμαι ανώτερος
3. (μτχ. παρακμ.) διακεκριμένος, -η, -ο
ξεχωριστός, διαλεχτός
4. (μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) η διακρίνουσα
η συνάρτηση τών συντελεστών μιας εξίσωσης που επιτρέπει να διακρίνουμε αν η καμπύλη της είναι πραγματική ή σύστημα δύο ευθειών
αρχ.-μσν.
(-ομαι) διστάζω, αμφιταλαντεύομαι
μσν.
αποδίδω το δίκαιο, δικαιώνω
αρχ.
1. εξαιρώ
2. αποφαίνομαι
3. αποκρύπτω
4. ξεχωρίζω κάποιον τόπο (για θρησκευτική χρήση)
5. (για νόσο) επιδεινώνομαι
6. έχω επίγνωση
7. (φιλοσ.) αναλύω σε στοιχεία
8. (για τα μαλλιά) χτενίζω, ξεμπλέκω
9. (-ομαι) ολοκληρώνω, αποτελειώνω.

Greek Monotonic

διακρίνω: [ῑ], μέλ. -κρῐνῶ,
I. 1. διαχωρίζω, διακρίνω κάτι από κάτι άλλο, σε Ομήρ. Ιλ.· ξεχωρίζω τους αντιμαχόμενους πολεμιστές, και στην Παθ., διαχωρίζομαι, σε Όμηρ.· ομοίως και στο Μέσ. μέλ. διακρῐνέεσθαι, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, διακριθῆναι ἀπ' ἀλλήλων, σε Θουκ.· διακρίνεσθαι πρός..., διαχωριζόμαστε και κατατασσόμαστε σε διαφορετικά στρατόπεδα, στον ίδ.
2. Παθ., αναλύομαι, διαλύομαι, χωρίζομαι στα συστατικά μέρη, σε Πλάτ.
II. διακρίνω, ξεχωρίζω, Λατ. discernere, τὸ σῆμα, σε Ομήρ. Οδ.· οὐδένα διακρίνων, χωρίς να γίνεται διάκριση προσώπων, σε Ηρόδ. — Παθ., διεκέκριτο οὐδέν, καμία διάκριση δεν είχε γίνει, σε Θουκ.
III. τακτοποιώ, αποφασίζω, γνωμοδοτώ, κρίνω, λέγεται για δικαστές, σε Ηρόδ., Θεόκρ. — Μέσ., νεῖκος δ., διαλύω, επιλύω τη φιλονικία, σε Ησίοδ. — Παθ., έρχομαι σε απόφαση, αποφασίζω, σε Ομήρ. Ιλ.· περί τινος, σε Πλάτ.· αντιμάχομαι με κάποιον, τινι, σε Καινή Διαθήκη· μάχῃ διακρινθῆναι πρός τινα, σε Ηρόδ.
IV. — Παθ., αμφιβάλλω, διστάζω, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

fut. -κρῐνῶ
I. to separate one from another, Il.: to part combatants, and in Pass. to be parted, Hom.; so in fut. mid. διακρῐνέεσθαι, Od.; also, διακριθῆναι ἀπ' ἀλλήλων Thuc.; διακρίνεσθαι πρός… to part and join different parties, Thuc.
2. Pass. to be dissolved into elemental parts, Plat.
II. to distinguish, Lat. discernere, τὸ σῆμα Od.; οὐδένα διακρίνων making no distinction of persons, Hdt.: —Pass., διεκέκριτο οὐδέν no distinction was made, Thuc.
III. to settle, decide, of judges, Hdt., Theocr.:—Mid., νεῖκος δ. to get it decided, Hes.: —Pass. to come to a decision, Il.; περί τινος Plat.: — to contend with one, τινι NTest.; μάχῃ διακρινθῆναι πρός τινα Hdt.
IV. Pass. to doubt, hesitate, NTest.

Chinese

原文音譯:diakr⋯nw 笛阿-克里挪
詞類次數:動詞(19)
原文字根:經過-審判 相當於: (דֹּון‎ / דּוּן‎ / דִּין‎) (יָכַח‎) (שָׁפַט‎)
字義溯源:徹底分開,明辨,爭辯,決定,審判,分辨,辯論,疑惑;由(διά)*=通過)與(κρίνω)*=辨別)組成。這字主要意義有二:分辨,疑惑。這字在新約第一次用,是在( 太16:3):主耶穌回答法利賽人說,你們知道分辨天上的氣色,倒不能分辨這時候的神蹟。這字在新約末一次用,是在( 猶1:22):有些人存疑心(1252)數量太多,不能盡錄;
2) 分辨(2) 太16:3; 林前11:29;
3) 疑惑的人(1) 雅1:6;
4) 偏心待人(1) 雅2:4;
5) 疑心的(1) 猶1:22;
6) 我們⋯分辨(1) 林前11:31;
7) 就當明辨(1) 林前14:29;
8) 爭(1) 猶1:9;
9) 有分別(1) 林前4:7;
10) 爭辯(1) 徒11:2;
11) 分別(1) 徒15:9;
12) 而疑惑(1) 羅4:20;
13) 疑心(1) 羅14:23;
14) 辨別(1) 林前6:5