βαρύθυμος: Difference between revisions
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βαρύθῡμος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''βαρύθῡμος:'''<br /><b class="num">1</b> [[раздраженный]], [[негодующий]], [[гневный]] Eur., Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[раздражительный]], [[угрюмый]] (φύσει Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:00, 25 November 2022
English (LSJ)
ον, heavy in spirit, indignant, sullen, irritated, discontented, sad, ὀργή E.Med.176, cf. Call.Cer.81, etc.; opp. ὀξύθυμος, Plu.2.13e: Sup., Phld.Ir.p.64 W. Adv. βαρυθύμως = with irritation, ἔχειν Alciphr. 2.3; rejected by Poll.3.99.
Spanish (DGE)
(βᾰρύθῡμος) -ον
• Prosodia: [-ρῠ-]
I 1severo, implacable de la cólera ὀργὴ β. cólera que abruma el corazón E.Med.176, de la audacia θράσος βαρύθυμον LXX 3Ma.6.20
•de pers. enfadado, colérico νύμφα Διὸς βαρύθυμε ¡oh irritada esposa de Zeus! Call.Del.215, φύσει εἶναι β. ser colérico por naturaleza Charito 2.7.2, δύσζηλος καὶ β. γυνή mujer irascible y colérica Plu.Alex.9, μᾶλλον γὰρ ... ὀξύθυμον εἶναι δεῖ τὸν πατέρα ἢ βαρύθυμον conviene más que el padre sea de genio irritable que severo Plu.2.13d, φύσει β. εἶναι (Παρύσατις) Plu.Art.6, cf. compar., Phld.Ir.30.34, de anim. βαρύθυμον ... τὸ ζῳόν ἐστι (ὀνοκένταυρα) Ael.NA 17.9.
2 apenado, abatido γυνά Call.Cer.80
•neutr. subst. τὸ βαρύθυμον = melancolía, dolor, IEphesos 11A.30 (II d.C.), Poll.3.99.
II adv. βαρυθύμως = abatidamente ἔχειν β. Alciphr.4.18.14, Poll.3.99.
German (Pape)
[Seite 434] mißmüthig, sowohl niedergeschlagen, traurig, als zornig; ὀργή Eur. Med. 176; Call. Del. 215; H. h. Cer. 81; in Prosa, Plut. Alex. 9 u. öfter. – Adv. βαρυθύμως, Alciphr. 2, 3. ·
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
irrité, mécontent.
Étymologie: βαρύς, θυμός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρύθυμος -ον βαρύς, θυμός zwaarmoedig; zwaar ontstemd, geïrriteerd, geërgerd.
Russian (Dvoretsky)
βαρύθῡμος:
1 раздраженный, негодующий, гневный Eur., Plut.;
2 раздражительный, угрюмый (φύσει Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύθῡμος: -ον, ὁ βεβαρημένος τὴν ψυχὴν, ἠγανακτημένος, κατηφής, Εὐρ. Μηδ. 176, Καλλ. εἰς Δήμ. 81, κτλ.-Ἐπίρρ. -μως Ἀλκίφρ. 2. 3. ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ τοῦ Πολυδ. 3. 99.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM βαρύθυμος, -ον)
αυτός που δεν αλλάζει εύκολα διάθεση
νεοελλ.
1. σκυθρωπός, περίλυπος
2. οργισμένος.
Greek Monotonic
βᾰρύθῡμος: -ον, κατηφής, σκυθρωπός, άκεφος, αγανακτισμένος, σε Ευρ.