εὖχος: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὖχος:''' τό (только nom. и acc. sing.)<br /><b class="num">1)</b> предмет желания, тж. желание или просьба: ἕν μοι εὖ. ὀρέξατε Soph. исполните (лишь) одну мою просьбу;<br /><b class="num">2)</b> [[предмет гордости]], [[слава]] ([[Ἀνακρέων]], εὖ. Ἰώνων Anth.): εὖ. [[δοῦναι]], ὀρέξαι или [[πορεῖν]] τινι Hom. доставлять кому-л. славу; εὖ. [[ἀρέσθαι]] Hom. или [[ἑλεῖν]] Pind. стяжать славу;<br /><b class="num">3)</b> [[дар по обету]] (εὖ. [[θεῖναι]] Anth.).
|elrutext='''εὖχος:''' τό (только nom. и acc. sing.)<br /><b class="num">1</b> предмет желания, тж. желание или просьба: ἕν μοι εὖ. ὀρέξατε Soph. исполните (лишь) одну мою просьбу;<br /><b class="num">2</b> [[предмет гордости]], [[слава]] ([[Ἀνακρέων]], εὖ. Ἰώνων Anth.): εὖ. [[δοῦναι]], ὀρέξαι или [[πορεῖν]] τινι Hom. доставлять кому-л. славу; εὖ. [[ἀρέσθαι]] Hom. или [[ἑλεῖν]] Pind. стяжать славу;<br /><b class="num">3</b> [[дар по обету]] (εὖ. [[θεῖναι]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:10, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὖχος Medium diacritics: εὖχος Low diacritics: εύχος Capitals: ΕΥΧΟΣ
Transliteration A: eûchos Transliteration B: euchos Transliteration C: eychos Beta Code: eu)=xos

English (LSJ)

εος, τό, (εὔχομαι) poet. Noun: I thing prayed for, object of prayer, εὖχος δοῦναι, ὀρέξαι, πορεῖν τινι, Il.5.285, 22.130, Od.22.7, S.Ph.1203; εὖχος ἀρέσθαι to obtain it, Il.7.203; ἑλεῖν Tyrt.12.36, Pi.P.5.21; Τεῦκρον… εὖχος ἀπηύρα took it away from him, Il.15.462. II boast, vaunt, μέλεον δέ οἱ εὖχος ἔδωκας 21.473; εὖχος ἔργῳ καθελών Pi.O.10(11).63, al.; of persons, Ἀνάκρεον, εὖ. Ἰώνων AP7.27 (Antip. Sid.). III later, vow, votive offering, Pl.Epigr. 5.3.

German (Pape)

[Seite 1110] τό (nom. u. acc.), dessen man sich rühmt, Ruhm, bes. Ruhm im Kampfe, Sieg, ἐμοὶ δὲ μέγ' εὖχος ἔδωκας Il. 5, 285, wie 654 ἐμῷ δ' ὑπὸ δουρὶ δαμέντα εὖχος ἐμοὶ δώσειν, vom Besiegten, dessen Niederlage dem Sieger Ruhm bringt; von den Göttern, Iliad. 7, 81 εἰ δέ κ' ἐγὼ τὸν ἕλω, δώῃ δέ μοι εὖχος Ἀπόλλων; ähnl. δὸς νίκην Αἴαντι καὶ ἀγλαὸν εὖχος ἀρέσθαι, Ruhm davonzutragen, 7, 203, wie Hes. Th. 628; εὖχος ἀπηύρα 15, 462; ὀρέξειν τινί 13, 327; αἴ κε τύχωμι, πόρῃ δέ μοι εὖχος Ἀπόλλων Od. 22, 7. Aehnlich Pind. vom Ruhm des Sieges im Wettkampfe, ἵπποις ἑλών P. 5, 21; ἀγώνιον ἐν δόξᾳ εὖχος θέμενος Ol. 11, 66, den Sieg im Wettkampfe als einen Ruhm ansehend; vgl. Tyrt. 3, 36; – von Menschen, Ἀνακρέων εὖχος Ἰώνων, der Ruhm der Ionier, dessen sie sich rühmen, Antp. gid. 73 (VII, 27); – das Gewünschte, ἕν γέ μοι εὖχος ὀρέξατε, einen Wunsch gewähret mir, Soph. Phil. 1188; – das Gelobte, das Weihgeschenk, ἔθηκεν Plat. ep. 8 (VI, 43).

French (Bailly abrégé)

(τό) :
seul. nom. et acc. sg.
1 sujet d'orgueil, gloire;
2 objet d'un vœu, d'un désir.
Étymologie: cf. εὔχομαι.

Russian (Dvoretsky)

εὖχος: τό (только nom. и acc. sing.)
1 предмет желания, тж. желание или просьба: ἕν μοι εὖ. ὀρέξατε Soph. исполните (лишь) одну мою просьбу;
2 предмет гордости, слава (Ἀνακρέων, εὖ. Ἰώνων Anth.): εὖ. δοῦναι, ὀρέξαι или πορεῖν τινι Hom. доставлять кому-л. славу; εὖ. ἀρέσθαι Hom. или ἑλεῖν Pind. стяжать славу;
3 дар по обету (εὖ. θεῖναι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὖχος: -εος, τό, (εὔχομαι) ποιητ. λέξις: II. ὅπερ εὔχεταί τις νὰ ἔχῃ, ἰδίως πολεμικὴ δόξα, καθόλου, πᾶν τὸ περιποιοῦν τινι δόξαν καὶ φήμην, ἐμοὶ δὲ μέγ’ εὖχος ἔδωκας Ἰλ. Ε. 285· εἴδομεν ὁπποτέρῳ κεν Ὀλύμπιος εὖχος ὀρέξῃ Χ. 130· πόρῃ δε μοι εὖχος Ἀπόλλων Ὀδ. Χ. 7· ἀλλ’, ὦ ξένοι, ἕν γέ μοι εὖχος ὀρέξατε, κάμετέ μοι τοὐλάχιστον μίαν χάριν, Σοφ. Φιλ. 1202· ἀγλαὸν εὖχος ἀρέσθαι, «καύχημα λαμπρὸν ἀνενέγκασθαι» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Η. 203· ἑλεῖν Τυρταῖ. 9. 36, Πινδ Π. 5. 26· Τεῦκρον Τελαμώνιον εὖχος ἀπηύρα, ἀφήρει ἀπ’ αὐτοῦ τὸ καύχημα, Ἰλ. Ο. 462· μέλεον δὲ οἱ εὖχος ἔδωκας; «ἄμοχθον δὲ καὶ ἄλυπον καύχημα αὐτῷ ἐπέδωκας;» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Φ. 473, καὶ συχνὸν παρὰ Πινδ., ὡς Ο. 10 (11). 75· ἐπὶ προσώπων, Ἀνάκρεον, εὖχος Ἰώνων Ἀνθ. Π. 7. 27. II. βραδύτερον, εὐχή, ἀφιέρωμα, «τάξιμον», Πλάτ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 43. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὖχος· βούλησις, νίκη».

English (Autenrieth)

(εὔχομαι, boast): glory, especially of war and victory, freq. διδόναι εὖχός τινι, εὖχος ἀρέσθαι, Il. 5.285, ι 31, Il. 7.203.

English (Slater)

εὖχος vaunt (of triumph), triumph ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος, ἔργῳ καθελών (O. 10.64) εὖχος ἤδη παρὰ Πυθιάδος ἵπποις ἑλών, δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων (P. 5.21) πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο (N. 6.59)

Greek Monolingual

εὖχος, (-εος και -ους, το, ποιητ. τ. (Α)) εύχομαι
1. αυτό που εύχεται κάποιος για τον εαυτό του, το ποθούμενο
2. αυτό για το οποίο καυχιέται κάποιος, το καύχημα
3. αφιέρωμα, προσφορά, τάξιμο.

Greek Monotonic

εὖχος: -εος, τό (εὔχομαι),
I. αυτό που εύχεται κάποιος να έχει, το αντικείμενο της προσευχής, εὖχος δοῦναι, πορεῖν, αποδέχομαι, ικανοποιώ το αίτημα κάποιου, σε Όμηρ.· εὖχος ἀρέσθαι, το αποκτώ, το εξασφαλίζω, σε Ομήρ. Ιλ.
II. καυχησιολογία, κομπασμός, στο ίδ., σε Πίνδ.
III. τάμα, αφιέρωμα, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὖχος, εος, εὔχομαι
I. the thing prayed for, object of prayer, εὖχος δοῦναι, πορεῖν to grant one's prayer, Hom.; εὖχος ἀρέσθαι to obtain it, Il.
II. a boast, vaunt, Il., Pind.
III. a vow, votive offering, Anth.