πολύφατος: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολύφᾰτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[много прославляемый]], [[прославленный]], [[славный]] (ἀγῶνες Pind.);<br /><b class="num">2)</b> [[возвышенный]], [[величественный]] ([[ὕμνος]] Pind.).
|elrutext='''πολύφᾰτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[много прославляемый]], [[прославленный]], [[славный]] (ἀγῶνες Pind.);<br /><b class="num">2</b> [[возвышенный]], [[величественный]] ([[ὕμνος]] Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 15:40, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφᾰτος Medium diacritics: πολύφατος Low diacritics: πολύφατος Capitals: ΠΟΛΥΦΑΤΟΣ
Transliteration A: polýphatos Transliteration B: polyphatos Transliteration C: polyfatos Beta Code: polu/fatos

English (LSJ)

ον, (φημί) much spoken of, famous, ἀγῶνες Pi.P.11.47; πολύφατος ὕμνος = excellent, noble strain, Id.O.1.8, cf. N.7.81.

German (Pape)

[Seite 675] wovon viel geredet od. gesprochen wird, viel gepriesen, berühmt; ἀγῶνες, Pind. P. 11, 47; auch ὕμνος, Ol. 1, 8; θρόος, N. 7, 81.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 dont on parle beaucoup, très renommé;
2 qui mérite qu’on en parle beaucoup, noble, excellent.
Étymologie: πολύς, φημί.

Russian (Dvoretsky)

πολύφᾰτος:
1 много прославляемый, прославленный, славный (ἀγῶνες Pind.);
2 возвышенный, величественный (ὕμνος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύφᾰτος: -ον, (φημὶ) ὁ περὶ οὗ πολὺς λόγος γίνεται, περιλάλητος, περίφημος, ἀγῶνες Πινδ. Π. 11. 71· π. ὕμνος, ἐξαίρετος, ἔξοχος ὕμνος, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 1. 13, πρβλ. Ν. 7. 119.

English (Slater)

πολῠφᾰτος renownedπολύφατος ὕμνος (O. 1.8) Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων (P. 11.47) ἀμφὶ Νεμέᾳ πολύφατον θρόον ὕμνων δόνει ἡσυχᾷ (N. 7.81)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περίφημος, διαβόητος
2. έξοχος, εξαίρετοςὅθενπολύφατος ὕμνος ἀμφιβάλλεται σοφῶν μητίεσσι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φατός (< φημί), πρβλ. θεό-φατος].

Greek Monotonic

πολύφᾰτος: -ον (φημί), αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περίφημος, υπέροχος, περιλάλητος, σε Πίνδ.

Middle Liddell

πολύ-φᾰτος, ον, φημί
much-spoken-of, very famous, excellent, Pind.