ἀνακομίζω: Difference between revisions
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνακομίζω:''' Pind. [[ἀγκομίζω]]<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἀνακομίζω:''' Pind. [[ἀγκομίζω]]<br /><b class="num">1</b> тж. med. [[перевозить]], [[доставлять]] (преимущ. вверх по течению, вглубь страны и т. п.) (τὰ [[ὅπλα]] εἰς τὴν ἀκρόπολιν Xen.; τιμὴν πρός τινα Arst.): ἀνακομισθέντων πάντων Her. когда все были доставлены (по Нилу в Мемфис); τὰ [[ἐπιτήδεια]] ἀνακεκομισμένοι ἐν τοῖς ἰσχυροῖς Xen. перевезя продовольствие в укрепленные пункты;<br /><b class="num">2</b> [[возвращать обратно]] (τινά Xen.); med.-pass. возвращаться ([[ἀσφαλῶς]] ἀνακομισθῆναι Plut.): Αἰγίνῃ ὄντες ἐπ᾽ οἴκου ἀνακομιζόμενοι Thuc. находящиеся в Эгине на пути домой; ἀνακομισθεὶς ἐς Πελοπόννησον Plut. вернувшись в Пелопоннес;<br /><b class="num">3</b> уводить, уносить; med.-pass. ускользать (ἐκ τῆς ναυαγίας Polyb.): ἀνακομίζεσθαι ἑαυτὸν ἐκ τῆς πρός τινα συνηθείας Plut. прекратить общение с кем-л.;<br /><b class="num">4</b> med. вести: [[πρόσωθεν]] ἀνακομίζεσθαί τι Eur. начать издалека рассказ о чем-л.;<br /><b class="num">5</b> med. [[приводить в исполнение]], [[довершать]] (τὸ [[ἔπος]] τινός Pind.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:21, 25 November 2022
English (LSJ)
poet. ἀγκομ-, A carry up, X.HG2.3.20:— Pass., Din.1.68; esp. to be carried up-stream, or up the country, Hdt.2.115. II bring back, recover, οἰκέτην v.l. in X.Mem. 2.10.1:—Med. (with pf. Pass., Id.An.4.7.1 and 17), bring or take back or away with one, Hdt.5.85, Th.6.7:—Pass., to be brought back, Hdt.3.129, etc.; and of persons, return, come or go back, Id.2.107, Th.2.31; get safe away, escape, Plb.1.38.5: so in Med., ἑαυτὸν ἀνακομίζεσθαι ἐκ τῆς Φιλίππου συνηθείας withdraw from... Plu.Arat. 51. 2 τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι bring back safe, i.e. redeem, fulfil, Pi.P.4.9 (prob.):—Med., ἀ. τύχαν δαιμόνων bring it back upon oneself, E.Hipp.831 (lyr.). III restore to health, strengthen, Hp.Fract.7, cf. Gal.1.405 (Pass.): metaph., πεπονηκυῖαν ἐξ ἀρχῆς ἀνακεκομίσθαι τὴν οἰκουμένην Aristid.Or.26(14).98.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poét. ἀγκ- Pi.P.4.9, B.3.89
A tr.
I 1transportar hacia arriba (τὰ ὅπλα) εἰς τὴν ἀκρόπολιν X.HG 2.3.20
•transportar río arriba en v. pas., Hdt.2.115
•de sacrificios ofrecer Meth.Symp.5.6
•fig. exaltar Cyr.Al.Chr.Un.51.730B.
2 sin noción de elevación transportar, expedir (τὸ νόμισμα) πρὸς αὐτὸν ἀνακομίζειν Arist.Oec.1347a9, ξύλα εἰς τὴν οἰκίαν D.49.26, 33, 61, cf. IG 22.1672.29 (IV a.C.), PLille 25.13 (III a.C.)
•en v. med. llevarse consigo σφέα Hdt.5.85, σῖτον Th.6.7
•recobrar ἀνακομίσασθαι τὰ τῆς ἀδελφῆς καὶ μητρὸς ὀστᾶ Plb.31.7.2, en v. pas. ἡ τιμὴ ἀνακομισθεῖσα PHib.41.23 (III a.C.)
•de un niño adoptar, reconocer en v. pas. τὸ ἀνακομισθὲν ὑπὸ αὐτοῦ πα[ιδ] ίον SB 6611.21 (II a.C.).
II 1devolver θά[λεια] ν αὖτις ἀγκομίσσαι ἥβαν B.3.89, en v. pas. ἐκ προσαγωγῆς ἀνακομίζεσθαι (el alimento a un enfermo), Hp.Fract.7, παῖδας ... ὡς ἑαυτὸν ἀνακεκομισμένους Din.1.68, ἀνθρωπότητος ἀνακομισθείσης εἰς ἀφθαρσίαν Cyr.Al.M.71.896D
•en v. med. mismo sent. ὡς ... [ἀνα] κομιούμενος τὰ χιρό[γραφ] α BGU 179.27 (I d.C.) en BL 5.10.
2 devolver la salud, restablecer a un convaleciente de una enfermedad ἀνακομίσαι ἐκ νούσου Hp.Aff.43, cf. Gal.1.405
•fig. en v. pas. πεπονηκυῖαν ἐξ ἀρχῆς ἀνακεκομίσθαι τὴν οἰκουμένην (se puede decir) que el mundo, que había llegado a su postración, se recuperó desde el principio Aristid.Or.26.98.
III fig. cumplir, realizar τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι cumplir la profecía de Medea Pi.l.c.
•en v. med. hacer que se cumpla, ser sujeto del cumplimiento τύχαν δαιμόνων E.Hipp.831.
B intr. en v. med.-pas.
1 remontar río arriba ναυτιλίαι ... ἀνακομιζόμεναι Str.3.2.4
•en gener. volver Hdt.2.107, Th.2.31, ἐκ βρεταννίας εἰς Ταρσὸν ἀνακομιζόμενος οἴκαδε Plu.2.410a, εἰς τὸν οὐρανὸν αὐτῆς (sc. Afrodita) ἀνακομισθείσης Plu.2.739c, παρὰ τῶν ἀνακομισθέντων μαθών LXX 3Ma.1.1
•volver a salvo, salvarse Plb.1.38.5.
2 retirarse ἑαυτὸν ἀνακομιζόμενος ἐκ τῆς πρὸς τὸν Φίλιππον συνηθείας Plu.Arat.51.
German (Pape)
[Seite 193] hinauf bringen, ἀνακομισθέντων τούτων, nachdem sie den Nil stromaufwärts gefahren, Her. 2, 115; τὰ ὅπλα εἰς τὴν ἀκρόπολιν Xen. Hell. 2, 3, 14. – Med., für sich zusammenbringen, χωρία, ἐν οἷς τὰ ἐπιτήδεια πάντα εἶχον ἀνακεκομισμένοι Xen. An. 4, 7, 1; ἔπος, einen Ausspruch erfüllen, Pind. P. 4, 9; τύχην Eur. Hipp. 831; Dion. H. 3, 23 u. öfter Plut. – Pass., zurückkehren, Pol. ἀνακομισθῆναι 2, 96, 14; οἱ ἐκ τῆς ναυαγίας ἀνακομισθέντες, die aus dem Schiffbruch Geretteten, 1, 38, 5; vgl. Her. 5, 85.
French (Bailly abrégé)
1 (ἀνά, en haut) porter en haut, monter;
2 (ἀνά, en arrière) rapporter, ramener ; Pass. être ramené ; revenir;
Moy. ἀνακομίζομαι (ao. ἀνεκομισάμην) porter en arrière, mettre en réserve.
Étymologie: ἀνά, κομίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακομίζω: Pind. ἀγκομίζω
1 тж. med. перевозить, доставлять (преимущ. вверх по течению, вглубь страны и т. п.) (τὰ ὅπλα εἰς τὴν ἀκρόπολιν Xen.; τιμὴν πρός τινα Arst.): ἀνακομισθέντων πάντων Her. когда все были доставлены (по Нилу в Мемфис); τὰ ἐπιτήδεια ἀνακεκομισμένοι ἐν τοῖς ἰσχυροῖς Xen. перевезя продовольствие в укрепленные пункты;
2 возвращать обратно (τινά Xen.); med.-pass. возвращаться (ἀσφαλῶς ἀνακομισθῆναι Plut.): Αἰγίνῃ ὄντες ἐπ᾽ οἴκου ἀνακομιζόμενοι Thuc. находящиеся в Эгине на пути домой; ἀνακομισθεὶς ἐς Πελοπόννησον Plut. вернувшись в Пелопоннес;
3 уводить, уносить; med.-pass. ускользать (ἐκ τῆς ναυαγίας Polyb.): ἀνακομίζεσθαι ἑαυτὸν ἐκ τῆς πρός τινα συνηθείας Plut. прекратить общение с кем-л.;
4 med. вести: πρόσωθεν ἀνακομίζεσθαί τι Eur. начать издалека рассказ о чем-л.;
5 med. приводить в исполнение, довершать (τὸ ἔπος τινός Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακομίζω: ποιητ. ἀγκομ- (ἴδε κομίζω): - φέρω ἐπάνω, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3. 20: - Παθ., Δείναρχ. 98. 43: ἰδίως φέρομαι πρὸς τὰ ἄνω τοῦ ῥεύματος, ἢ τὰ μεσογαιότερα τῆς χώρας, Ἡρόδ. 2. 115. ΙΙ. Μέσ., ἀνευρίσκω τι ὅπερ ἀπώλεσα καὶ παραλαμβάνω αὐτὸ ὀπίσω μετ’ ἐμαυτοῦ, ἀνακτῶμαι, Ξεν. Ἀπομ. 2. 10, 1: - κομίζω μετ’ ἐμαυτοῦ, τὰ ἐπιτήδεια πάντα εἶχον ἀνακεκομισμένοι Ξεν. Ἀν. 4. 7, 1 καὶ 17: - φέρω ἢ λαμβάνω τι ὀπίσω μετ’ ἐμαυτοῦ, ὡς ἀνῆκον εἰς ἐμέ, Ἡρόδ. 5. 85, Θουκ. 6. 7: - Παθ., κομίζομαι ἄνω, Ἡρόδ. 3. 129, κτλ.· καὶ ἐπὶ προσώπ., ἔρχομαι ἢ ὑπάγω ὀπίσω, ἐπανέρχομαι, ἀνακομιζόμενος, ἐπανερχόμενος, ὁ αὐτ. 2. 107, Θουκ. 2. 31: -διασῴζομαι, Λατ. se recipere, τῶν ἐκ τῆς ναυαγίας ἀνακομισθέντων Πολύβ. 1. 38, 5· οὕτω καὶ μέσ., ἑαυτὸν ἀνακομίζεσθαι ἐκ... Πλουτ. Ἄρατ. 51. 2) ἐν μέσ. φωνῇ ὡσαύτως, τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαιθ’, «ἀνασώσειεν, ἀνακομίσειεν, ἐπιμελείας ἀξιώσειεν» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 4. 15· ἀνακομίζομαι τύχαν δαιμόνων, ἐπαναφέρω ἐπ’ ἐμαυτόν, Εὐρ. Ἱππ. 831. ΙΙΙ. θεραπεύω, «ἀνακομίσαι, θεραπεῦσαι, ἀνενέγκαι», Ἡσύχ. - ἔπειτα σιτίοισιν αὐτὸν ἀνακομίζειν ὑποχωρητικωτάτοισιν Ἱππ. 44. 41 (κατὰ τὴν παραπομ. Θ. Στ.)· μεταφ., πεπονηκυῖαι ἐξ ἀρχῆς ἀνακεκομίσθαι τὴν οἰκουμένην Ἀριστείδ. τόμ. 1. 225.
English (Slater)
ἀνακομίζω (?), ἀγκομίζω revive, redeem, fig., make good τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι (Σ̆λ: ἀγκομίσαιθ codd.) (P. 4.9)
Greek Monolingual
(Α ἀνακομίζω)
επαναφέρω, μεταφέρω, παίρνω μαζί μου (στα αρχ. και μέσ.)
μσν.- νεοελλ.
κάνω ανακομιδή, μεταφέρω τα οστά νεκρού από τον τάφο σε οστεοφυλάκιο, χωνευτήρι ή αλλού
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. ξεχρεώνω, εκπληρώνω, πραγματοποιώ
2. θεραπεύω, γιατρεύω
ΙΙ. μέσ. ανακαλύπτω κάτι που έχασα και το παίρνω μαζί μου, ανακτώ
ΙΙΙ. παθ.
1. φέρομαι αντίθετα προς το ρεύμα ή προς τα ενδότερα μιας χώρας
2. έρχομαι πίσω, επιστρέφω, διασώζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κομίζω.
ΠΑΡ. ανακομιδή].
Greek Monotonic
ἀνακομίζω: ποιητ. ἀγ-κομ-, μέλ. Αττ. -κομιῶ,
I. μεταφέρω, κουβαλώ, φέρνω επάνω, σε Ξεν. — Παθ., προχωρώ προς τα πάνω, προς στα ενδότερα της χώρας, σε Ηρόδ.
II. 1. επαναφέρω, επανέρχομαι, σε Ξεν. — Μέσ. (με Παθ. παρακ.), παίρνω πίσω, επαναφέρω, ανακτώ, σε Ηρόδ. — Παθ., γυρίζομαι πίσω, επιστρέφομαι, και για πρόσωπα, επανέρχομαι, στον ίδ., Θουκ.
2. Μέσ. επίσης, πραγματοποιώ, σε Πίνδ.· συνέρχομαι, σε Ευρ.
Middle Liddell
I. to carry up, Xen.:—Pass. to be carried up stream, or up the country, Hdt.
II. to bring back, recover, Xen.: —Mid. (with perf. pass.) to take back with one, Hdt.:— Pass. to be brought back, and of persons, to return, Hdt., Thuc.
2. Mid. also, to bring to pass, Pind.:— to bring back upon oneself, Eur.