ὑπουργία: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
m (Text replacement - "sens. obsc." to "sens. obsc.")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπουργία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[услуга]] или [[помощь]] Soph., Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[услужливость]], [[угодливость]] Xen., Luc.
|elrutext='''ὑπουργία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[услуга]] или [[помощь]] Soph., Plat., Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[услужливость]], [[угодливость]] Xen., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:55, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπουργία Medium diacritics: ὑπουργία Low diacritics: υπουργία Capitals: ΥΠΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: hypourgía Transliteration B: hypourgia Transliteration C: ypourgia Beta Code: u(pourgi/a

English (LSJ)

ἡ, A service rendered, S.OC1413, X.Hier.1.38, Arist.Rh.1385a29, Luc. Pseudol.25, Rev.Et.Anc.33.210 (Theangela), BGU197.17 (i A. D.), etc.; sens. obsc., Amphis 20.5. 2 pl., medical duties, services, Hp.Decent.12, al.; duties of a midwife, Sor.1.4 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1238] ἡ, Dienst, Dienstleistung, Soph. O. C. 1415; Plat. defin. 413 e; – dah. Gefälligkeit, Schmeichelei, Xen. Hier. 1, 38; – ἀποδοὺς ὑπουργίαν Plut. Thes. 31; Luc. Pseudol. 25; Ios. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 aide, assistance, secours, bon office;
2 en mauv. part empressement affecté, obséquiosité, adulation.
Étymologie: ὑπουργός.

Russian (Dvoretsky)

ὑπουργία:
1 услуга или помощь Soph., Plat., Arst.;
2 услужливость, угодливость Xen., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπουργία: ἡ, ὑπηρεσία γινομένη πρός τινα, Σοφ. Ο. Κ. 1413, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 7, 4· ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Ἄμφις ἐν «Ἰαλέμῳ» 1. 5. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, χαμέρπεια, κολακεία, σπουδὴ πρὸς ἀρέσκειαν, Ξεν. Ἱέρων 1, 38, Λουκ. Ψευδολογ. 25. 3) ἰατρικὴ περιποίησις, Ἱππ. 24. 47, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

η / ὑπουργία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπουργίη Α ὑπουργός
νεοελλ.
1. το αξίωμα και το έργο του υπουργού («η υπουργία του ήταν πολύ αποδοτική»)
2. ο χρόνος θητείας ενός υπουργού («έκανε σημαντικές αλλαγές στην πρώτη υπουργία του»)
μσν.-αρχ.
1. υπηρεσία, εξυπηρέτηση («οὐκ ἐλάσσονα ἔτ' ἄλλον οἴσει τῆς ἐμῆς ὑπουργίας», Σοφ.)
2. βοήθεια, συνδρομή («τίνος ἂν ὑπουργίας δέοιτο ὁ θελήματι μόνῳ δημιουργῶν», Βασ.)
3. χρήση, χρησιμοποίηση
αρχ.
1. κολακεία, δουλική συμπεριφορά
2. παροχή υπηρεσιών από γιατρό ή μαία
3. τα απαραίτητα μέσα, τα αναγκαία έξοδα.

Greek Monotonic

ὑπουργία: ἡ, παρεχόμενη, προσφερόμενη υπηρεσία, σε Σοφ., Αριστ.

Middle Liddell

ὑπουργία, ἡ,
service rendered, Soph., Arist. [from ὑπουργός

English (Woodhouse)

benefit, favor, favour, service, good turn

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)