ἀτριβής: Difference between revisions
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=atrivis | |Transliteration C=atrivis | ||
|Beta Code=a)tribh/s | |Beta Code=a)tribh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[not rubbed]]: hence, </span><span class="sense"><span class="bld">1</span> of places, [[not traversed]], [[pathless]], <span class="bibl">Th.4.8</span>,<span class="bibl">29</span>, <span class="bibl">Ph.2.257</span>, al.; of roads, [[not worn]] or [[used]], <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>4.2.8</span>, <span class="bibl">App.<span class="title">Hisp.</span>62</span>: generally, [[fresh]], [[new]], <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>4.3.13</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Cyr.</span>8.7.22</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[ | |Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[not rubbed]]: hence, </span><span class="sense"><span class="bld">1</span> of places, [[not traversed]], [[pathless]], <span class="bibl">Th.4.8</span>,<span class="bibl">29</span>, <span class="bibl">Ph.2.257</span>, al.; of roads, [[not worn]] or [[used]], <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>4.2.8</span>, <span class="bibl">App.<span class="title">Hisp.</span>62</span>: generally, [[fresh]], [[new]], <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>4.3.13</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Cyr.</span>8.7.22</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[ἀκριβής]]). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of the neck, [[not galled]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Amat.</span> 134b</span>; ἀ. ζεύγλης <span class="bibl">Babr.37.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[not practised in]], πολεμικῶν ἀγώνων <span class="bibl">D.H.3.52</span>. Adv. -βῶς <span class="bibl">Poll.5.145</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 22:48, 28 November 2022
English (LSJ)
ές, A not rubbed: hence, 1 of places, not traversed, pathless, Th.4.8,29, Ph.2.257, al.; of roads, not worn or used, X.An.4.2.8, App.Hisp.62: generally, fresh, new, X.Mem.4.3.13, cf. Cyr.8.7.22 (v.l. ἀκριβής). 2 of the neck, not galled, Pl.Amat. 134b; ἀ. ζεύγλης Babr.37.1. II not practised in, πολεμικῶν ἀγώνων D.H.3.52. Adv. -βῶς Poll.5.145.
Spanish (DGE)
(ἀτρῐβής) -ές
I 1de concr. no desgastado, no trillado de lugares que no tiene caminos (ἡ Σφακτηρία) ὑλώδης καὶ ἀ. ... ἦν Th.4.8, cf. 29, δύναμις ... δι' ὕλης ἀτριβοῦς διελθοῦσα D.H.6.4, διὰ τραχείας καὶ ἀτριβοῦς ἐρήμης Ph.2.107
•de caminos no trillado, intransitable, malo κατὰ ἀτριβεῖς ὁδοὺς ἐπορεύοντο X.An.4.2.8, cf. D.H.7.10, Ph.1.294, Poll.3.96, App.Hisp.62
•no hollado Σεύθης ... ἐπεὶ δ' ἀφίκετο εἰς χίονα ... ἐσκέψατο εἰ εἴη ἴχνη ἀνθρώπων ... ἐπεὶ δὲ ἀτριβῆ ἑώρα τὴν ὁδόν ... X.An.7.3.42
•fig. inusitado ἀ. δὲ ὁ σχηματισμὸς τῆς μετοχῆς Sch.Er.Il.4.106.
2 c. gen. no desgastado por, fig. sin experiencia de, desacostumbrado a ἄνδρες οὔτε πολεμικῶν ἀγώνων ἀτριβεῖς D.H.3.52, δαμάλης ... ἀτριβὴς ζεύγλης Babr.37.1, abs. ἄνδρα ... ἀτριβῆ τὸν τράχηλον ἔχοντα un hombre de cuello delicado Pl.Amat.134b.
3 de abstr. no sujeto a desgaste o deterioro, intacto τὴν τῶν ὅλων τάξιν συνέχουσιν ἀτριβῆ καὶ ἀγήρατον καὶ ἀναμάρτητον X.Cyr.8.7.22, cf. Mem.4.3.13.
II adv. -ῶς sin desgastarse Poll.5.145.
German (Pape)
[Seite 389] ές, 1) nicht abgerieben, τράχηλος (Plat.) Riv. 134 b; unbeschädigt, neben ἀκήρατος Xen. Cyr. 8, 7, 22, wo aber v.l. ἀκριβής; doch vgl. Mem. 4, 3, 13; ὁδός, unbetreten, dem φανερά entggstzt, An. 4, 2, 8 u. Sp.; so auch von einer Insel, Thuc. 4, 8. – 2) Sp. nicht bewandert, ungeübt worin, πολεμικῶν ἀγώνων Dion. Hal. 3, 52.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 non usé par le frottement ; non endommagé, intact;
2 non usé par la marche ; non frayé (chemin) ; νῆσος ἀτριβής THC île non traversée par des chemins.
Étymologie: ἀ, τρίβω.
Russian (Dvoretsky)
ἀτρῐβής:
1 ненатертый, не покрытый ссадинами (τράχηλος Plat.);
2 непроторенный, непротоптанный (ὁδός Xen.);
3 бездорожный, непроходимый (νῆσος Thuc.);
4 не испытавший бедствий, не пострадавший (ἀ. καὶ ἀγήρατος Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀτριβής: -ές, ὁ μὴ τριβείς, καὶ ἑπομένως: 1) ἐπὶ τόπων, ὃν δὲν διῆλθέ τις, ὁ ἄνευ τρίβου, ἄβατος, ἄνοδος, Θουκ. 4. 8, 29· ἐπὶ ὁδῶν, ἡ μὴ τετριμμένη, ἀπάτητος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ φανερὰ ὁδός, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 8· καθόλου, πρόσφατος, νέος, ἀμετα-χείριστος, Λατ. integer, ὁ αὐτ. Ἀπομν. 4. 3, 13. 2) ὁ μὴ ἐν κοινῇ χρήσει, ἐκλεκτός, σπάνιος. Εὐστ. Πονημάτ. 54. 5. 3) ὁ μὴ τριβεὶς ἐν ταῖς ἀσκήσεσιν, ἀτριβῆ τὸν τράχηλον ἔχοντα καὶ λεπτὸν ὑπὸ τῶν μεριμνῶν; Πλάτ. Ἀντερ. 134Β· ἀτρ. ζεύγλης Βαβρ. 37. ΙΙ. ὁ μὴ ἐντριβὴς ἔν τινι πράγματι, ἄπειρος, τινος Διον. Ἀλ. 3. 52. - Ἐπίρρ. -βῶς Πολυδ. Ε, 145.
Greek Monolingual
ἀτριβής, -ές (AM)
1. αυτός που δεν έχει υποστεί τριβή
2. (για τόπους) δίχως «τρίβον», αδιάβατος
3. (για δρόμους) αυτός που δεν χρησιμοποιείται πολύ, απάτητος
4. αμεταχείριστος, πρόσφατος
5. (για τον τράχηλο ζώου) που δεν φέρει ζυγό
6. μη εξασκημένος σε κάτι, αγύμναστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -τριβής < τρίβώ].
Greek Monotonic
ἀτρῐβής: -ές (τρίβω), αυτός που δεν τρίβεται· για τόπους, άβατος, αδιάβατος, σε Θουκ.· λέγεται για δρόμους, μη πατημένος ή χρησιμοποιούμενος, σε Ξεν.· γενικά, πρόσφατος, νέος, Λατ. integer, στον ίδ.
Middle Liddell
τρίβω
not rubbed: of places, not traversed, pathless, Thuc.: of roads, not worn or used, Xen.: generally, fresh, new, Lat. integer, Xen.