κληρονόμημα: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κληρονόμημα -ατος, τό [κληρονομέω] erfenis. | |elnltext=κληρονόμημα -ατος, τό [κληρονομέω] [[erfenis]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:48, 29 November 2022
English (LSJ)
ατος, τό, inheritance, Luc.Tyr.6.
German (Pape)
[Seite 1451] τό, das durchs Loos Zugetheilte, die Erbschaft, Luc. Tyrannicid. 6 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
héritage.
Étymologie: κληρονομέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κληρονόμημα -ατος, τό [κληρονομέω] erfenis.
Russian (Dvoretsky)
κληρονόμημα: ατος τό наследие, наследство Luc.
Greek Monolingual
το (Α κληρονόμημα) κληρονομώ
η κληρονομία, αυτό που κληρονομεί κάποιος.
Greek Monotonic
κληρονόμημα: -ατος, τό, κληρονομιά, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
κληρονόμημα: τό, κληρονομία, Λουκ. Τυρανν. 6, Κλήμ. Ἀλ. 879.
Middle Liddell
κληρονόμημα, ατος, τό, [from κληρονομέω
an inheritance, Luc. [from κληρονομέω