προήκης: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προήκης -ες [πρό, ἀκή] in een punt uitlopend. | |elnltext=προήκης -ες [πρό, ἀκή] [[in een punt uitlopend]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:53, 29 November 2022
English (LSJ)
ες, (ἀκή A) pointed, ἐρετμά Od.12.205.
German (Pape)
[Seite 723] ες, vorn zugespitzt, ἐρετμά, Od. 12, 205; Andere erkl. es προὔχων, vorragend.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui s'allonge ou se termine en pointe.
Étymologie: πρό, ἀκή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προήκης -ες [πρό, ἀκή] in een punt uitlopend.
Russian (Dvoretsky)
προήκης: заостренный спереди, остроконечный (ἐρετμά Hom.).
English (Autenrieth)
ες (ἀκή): sharp in front, with sharp blades, Od. 12.205†.
Greek Monolingual
-όηκες, Α προήκω
(για κουπί) αυτό που είναι προτεταμένο και προεξέχει του πλοίου.
Greek Monotonic
προήκης: -ες, (ἀκή), αυτός που έχει προβεβλημένη ή προεξέχουσα αιχμή, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
προήκης: -ες, (ἀκὴ) ὁ προτεταμένος καὶ προέχων τῆς νεώς, ἐπὶ κώπης, ἐπεὶ οὐκέτ’ ἐρετμὰ προήκεα χερσὶν ἔπειγον Ὀδ. Μ. 205.