διαπόνημα: Difference between revisions

From LSJ

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 .<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">I</b> concr. [[obra]] de construcción πρὸς τοῖς ἄλλοις διαπονήμασιν Pl.<i>Criti</i>.118c, βασιλέως Ἰουστινιανοῦ δ. Procop.<i>Aed</i>.2.7.16, de carpintería τὰ τεκτόνων διαπονήματα Pl.<i>Criti</i>.114e.<br /><b class="num">II</b> abstr.<br /><b class="num">1</b> [[ejercicio]] fís. τὰ περὶ τὸν πόλεμον ... διαπονήματα los ejercicios propios de la guerra</i> Pl.<i>Lg</i>.813d.<br /><b class="num">2</b> [[trabajo]] διαπονήματα ... ἐνδελεχέστατα ἔχουσιν tienen trabajo ininterrumpido</i> Procop.<i>Aed</i>.4.9.5, τοῦ μακροῦ χρόνου τὸ δ. Procop.<i>Aed</i>.4.3.7, τῆς γεωργίας διαπονήματα Procop.<i>Aed</i>.3.6.21.<br /><b class="num">3</b> [[sufrimiento]] αἱ ἀσθένειαι, ἢ ὡς ἑτέρως, τὰ διαπονήματα Ath.Al.M.27.104A, διαπονήματα ἡμῖν τοῦ πολέμου γεγενημένους habiendo llegado (ciertos pueblos) a representar para nosotros sufrimientos de guerra</i> Procop.<i>Goth</i>.4.19.20.
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">I</b> concr. [[obra]] de construcción πρὸς τοῖς ἄλλοις διαπονήμασιν Pl.<i>Criti</i>.118c, βασιλέως Ἰουστινιανοῦ δ. Procop.<i>Aed</i>.2.7.16, de carpintería τὰ τεκτόνων διαπονήματα Pl.<i>Criti</i>.114e.<br /><b class="num">II</b> [[abstr]].<br /><b class="num">1</b> [[ejercicio]] fís. τὰ περὶ τὸν πόλεμον ... διαπονήματα los ejercicios propios de la guerra</i> Pl.<i>Lg</i>.813d.<br /><b class="num">2</b> [[trabajo]] διαπονήματα ... ἐνδελεχέστατα ἔχουσιν tienen trabajo ininterrumpido</i> Procop.<i>Aed</i>.4.9.5, τοῦ μακροῦ χρόνου τὸ δ. Procop.<i>Aed</i>.4.3.7, τῆς γεωργίας διαπονήματα Procop.<i>Aed</i>.3.6.21.<br /><b class="num">3</b> [[sufrimiento]] αἱ ἀσθένειαι, ἢ ὡς ἑτέρως, τὰ διαπονήματα Ath.Al.M.27.104A, διαπονήματα ἡμῖν τοῦ πολέμου γεγενημένους habiendo llegado (ciertos pueblos) a representar para nosotros sufrimientos de guerra</i> Procop.<i>Goth</i>.4.19.20.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:47, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπόνημα Medium diacritics: διαπόνημα Low diacritics: διαπόνημα Capitals: ΔΙΑΠΟΝΗΜΑ
Transliteration A: diapónēma Transliteration B: diaponēma Transliteration C: diaponima Beta Code: diapo/nhma

English (LSJ)

ατος, τό, A hard labour, exercise, τὰ περὶ τὸν πόλεμον δ. Pl.Lg.813d. II concrete, work, τὰ τῶν τεκτόνων δ. Id.Criti.114e; achievement, work done, βασιλέως Procop.Aed.2.7; thing achieved, reward of toil, Id.Goth.4.19.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I concr. obra de construcción πρὸς τοῖς ἄλλοις διαπονήμασιν Pl.Criti.118c, βασιλέως Ἰουστινιανοῦ δ. Procop.Aed.2.7.16, de carpintería τὰ τεκτόνων διαπονήματα Pl.Criti.114e.
II abstr.
1 ejercicio fís. τὰ περὶ τὸν πόλεμον ... διαπονήματα los ejercicios propios de la guerra Pl.Lg.813d.
2 trabajo διαπονήματα ... ἐνδελεχέστατα ἔχουσιν tienen trabajo ininterrumpido Procop.Aed.4.9.5, τοῦ μακροῦ χρόνου τὸ δ. Procop.Aed.4.3.7, τῆς γεωργίας διαπονήματα Procop.Aed.3.6.21.
3 sufrimiento αἱ ἀσθένειαι, ἢ ὡς ἑτέρως, τὰ διαπονήματα Ath.Al.M.27.104A, διαπονήματα ἡμῖν τοῦ πολέμου γεγενημένους habiendo llegado (ciertos pueblos) a representar para nosotros sufrimientos de guerra Procop.Goth.4.19.20.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
travail pénible, exercice laborieux.
Étymologie: διαπονέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαπόνημα -ατος, τό [διαπονέω] inspannend werk.

Russian (Dvoretsky)

διαπόνημα: ατος τό
1 труд, работа (τὰ τῶν τεκτώνων διαπονήματα Plat.).;
2 упражнение (τὰ περὶ τὸν πόλεμον διαπονήματα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

διαπόνημα: τό, βαρεῖα ἐργασία, κόπος, ἄσκησις, τὰ περὶ τὸν πόλεμον δ. Πλάτ. Νόμ. 813D. II. διὰ πόνου ἐξειργασμένον, φιλοπόνημα, τὰ τῶν τεκτόνων δ. ὁ αὐτ. Κριτί. 114Ε, πρβλ. 118C.

Greek Monotonic

διαπόνημα: -ατος, τό, σκληρή, επίπονη εργασία, άσκηση, σε Πλάτ.

Middle Liddell

διαπόνημα, ατος, τό, n [from διαπονέω
hard labour, exercise, Plat.

German (Pape)

τό, Arbeit, Plat. Critia. 114e; Übung, Legg. VII.813d und Sp.