μῆλον: Difference between revisions
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μῆλον:'''<br /><b class="num">I</b> дор. [[μᾶλον]] τό<br /><b class="num">1</b> [[яблоко]] Hom. etc.: τὸ τῆς Ἔριδος μ. Luc. яблоко Эриды, т. е. раздора; τὰ χρύσεα μῆλα (sc. Ἑσπερίδων) Soph. золотые яблоки Гесперид;<br /><b class="num">2</b> (древесный), [[плод]] Hom. etc.: μ. Κυδώνιον Plut. айва; μ. Μηδικόν (поздн. [[κίτριον]]) Plut. лимон или померанец;<br /><b class="num">3</b> [[шар]], [[округлость]] (μαζῶν μῆλα, μᾶλα παρηϊάδων Anth.): μ. ἐπὶ σκήπτρῳ ἔπεστι πεποιημενον Her. к посоху приделан шаровидный набалдашник.<br /><b class="num">II</b> дор. [[μᾶλον]] τό овца или коза; тж. pl. мелкий скот (πολλὰ μῆλ᾽, ὄϊές τε καὶ αἶγες Hom.; μῆλα καὶ [[βοῶν]] ἀγέλαι Pind.; μῆλα καὶ ποῖμναι Soph.): ἄρσενα или ἔνορχα μῆλα Hom. бараны. | |elrutext='''μῆλον:'''<br /><b class="num">I</b> дор. [[μᾶλον]] τό<br /><b class="num">1</b> [[яблоко]] Hom. etc.: τὸ τῆς Ἔριδος μ. Luc. яблоко Эриды, т. е. раздора; τὰ χρύσεα μῆλα (''[[sc.]]'' Ἑσπερίδων) Soph. золотые яблоки Гесперид;<br /><b class="num">2</b> (древесный), [[плод]] Hom. etc.: μ. Κυδώνιον Plut. айва; μ. Μηδικόν (поздн. [[κίτριον]]) Plut. лимон или померанец;<br /><b class="num">3</b> [[шар]], [[округлость]] (μαζῶν μῆλα, μᾶλα παρηϊάδων Anth.): μ. ἐπὶ σκήπτρῳ ἔπεστι πεποιημενον Her. к посоху приделан шаровидный набалдашник.<br /><b class="num">II</b> дор. [[μᾶλον]] τό овца или коза; тж. pl. мелкий скот (πολλὰ μῆλ᾽, ὄϊές τε καὶ αἶγες Hom.; μῆλα καὶ [[βοῶν]] ἀγέλαι Pind.; μῆλα καὶ ποῖμναι Soph.): ἄρσενα или ἔνορχα μῆλα Hom. бараны. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:30, 30 November 2022
English (LSJ)
(A), τό, A sheep or goat, ἢ βοῦν ἠέ τι μῆλον Od.12.301 (cf. 299); μῆλον, ζατρεφέων αἰγῶν ὅς τις φαίνηται ἄριστος 14.105; elsewhere Hom. uses the pl. (to distinguish the gender, an Adj. is added, ἄρσενα μῆλα = rams, wethers, Od.9.438; ἔνορχα μῆλα Il.23.147) to denote sheep or goats, ἔνθα δὲ πολλὰ μῆλ', ὄϊές τε καὶ αἶγες, ἰαύεσκον Od.9.184; ὡς δὲ λέων μήλοισιν… ἐπελθών, αἴγεσιν ἢ ὀΐεσσι Il.10.485: generally, small cattle, opp. βόες, βόες καὶἴφια μῆλα 9.406, cf. Hes.Op.786, 795, etc.; μ. καὶ βοῶν ἀγέλας Pi.P.4.148; μ. καὶ ποίμνας S.Aj.1061: abs., of sheep, ἄργυφα μῆλα Od.10.85; μήλων εὐπόκοις νομεύμασιν A.Ag.1416; of Europa's bull, Simon.28; so μυκηθμοῖσι καὶ βρυχήμασιν… μήλων of herds, A.Fr. 158: generally, beasts, opp. men, γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις Pi.O.7.63; especially of sacrificial beasts, ib.80, A.Ag.1057, etc.; also of beasts of chase, S.Fr.1069:—Lyc.106 has metaplast.gen. pl. μηλάτων. (Not found in Prose, exc. Hdt. ap. Sch.Il.4.476. The Dor. form is μῆλον (not μᾶλον), Pi.P.4.148, 9.64, al.; also in pr. nn., Εὔμηλος IG 12(3).540 (Thera), etc.; Boeot. μεῖλον in Πισίμειλος ib.7.3193.12 (Orchom., iii B.C.), etc.: cf. OIr. mīl '(small) animal', Dutch maal 'young cow'.)
(B), τό, Dor. and Aeol. μᾶλον, A apple or (generally) any treefruit, Il.9.542, Od.7.120, Hes.Th.215, 335 (whereas in Id.Op. only μῆλον (A) is found), Hdt.1.195, 2.92,7.41; χνοῦς ὥσπερ μήλοισιν ἐπήνθει Ar.Nu.978; χρύσια μ. Theoc.29.37; μῆλον ἄγριον crab, Pyrus acerba, Dsc.1.115.4; μῆλον Ἀρμενιακόν apricot, Prunus armeniaca, Id.1.115.5, Gal.6.594 (μῆλα ἐαρινά PCair.Zen.33.13 (iii B.C.)); μῆλον Ἠπειρωτικόν rose apple, Dsc.1.115.4; μῆλον Κυδώνιον quince, Hp.Vict.2.55, Dsc.1.115.1, Gal.6.563, SIG1171.15 (Lebena); μῆλον Μηδικόν citron, Citrus medica, Dsc.1.115.5 (μῆλον κίτριον Gal.12.77); μῆλον Περσικόν peach, Prunus persica, Id.6.592; τῶν Ποντικῶν ἐκείνων ἂ καλοῦσι μῆλα, of a kind of gourd, ib.563. 2 seed-vessel of the rose, Thphr.HP6.6.6. II pl., metaph., of a girl's breasts, Ar.Lys.155, Ec.903, Theoc.27.50. 2 cheeks, PPetr.3.p.2, al. (iii B.C.), AP9.556 (Zon.), Ruf.Onom.46, Luc. Im.6, Arch.Pap.4.271 (iii A.D.): in sg., μῆλον ἀριστερόν BGU998.4 (ii B.C.), etc.: but in Theoc.14.38, τὰ σὰ δάκρυα μᾶλα ῥέοντι thy tears run like apples, i.e. big round tears and sweet withal. 3 swellings under the eye, Hsch.s.v. κύλα. 4 tonsils, Ruf.Onom.64. 5 cups shaped like apples, IG11(2).161 B41, al. (Delos, iii B.C.). (Cf. Lat. malum, perhaps borrowed from Gr.)
German (Pape)
[Seite 173] τό, 1) Schaafund Ziege, kleines Stück Vieh; im sing. bei Hom. nur Od. 12, 301, wo es das Schaaf, u. 14, 105, wo es die Ziege bedeutet; sonst im plur., ohne Unterschied des Geschlechts; ἔνορχα μῆλα, Widder, Il. 23, 147; ἄρσενα μῆλα, Od. 9, 438; βόες καὶ ἴφια μῆλα, neben einander, Stiere und kleines Vieh, wo es Schaafe oder Ziegen sein können, Il. 9, 406. 466 u. öfter; vgl. 10, 485, λέων μήλοισιν ἀσημάντοισιν ἐπελθών, αἴγεσιν ἢ ὀΐεσσιν, u. 9, 184, πολλὰ μῆλ' ὄϊές τε καὶ αἶγες; πίονα μῆλα, Od. 9, 315 u. öfter; ἄργυφα, Schaafe, 10, 85; μήλων κνισσάεσσα πομπά, Pind. Ol. 7, 80; μῆλα καὶ βοῶν ἀγέλας, P. 4, 148; μήλων εὐπόκοις νομεύμασιν, also von Schaafen, Aesch. Ag. 1390; ἕστηκεν ἤδη μῆλα πρὸς σφαγάς, ib. 1027; πρὸς μῆλα καὶ ποίμνας πεσεῖν, Soph. Ai. 1040; häufiger bei Eur. von Opferschaafen. So noch sp. D., von denen Lycophron 106 einen metaplastischen gen. plur. μηλάτων bildet. In Prosa ist es in dieser Bedeutung ungebräuchlich.
French (Bailly abrégé)
1ου (τό) :
animal de petit bétail, particul.
1 mouton ; d'ord. au pl. τὰ μῆλα troupeau de moutons ou de brebis;
2 chèvre ; d'ord. au pl. τὰ μῆλα troupeau de chèvres.
Étymologie: DELG irl. mil et gall. mil « petit animal », germ. mala « vache » ; néerl. maal « jeune vache » ; arm. mal « mouton », v.sl. malu « petit ».
2ου (τό) :
1 pomme ou fruit semblable à une pomme ; pomme : τὰ χρύσεα μῆλα SOPH pommes d'or ou des Hespérides, càd oranges ou citrons ; μῆλον Μηδικόν PLUT citron ; p. anal. pomme d'or ou d'argent (à l'extrémité d'une lance, d'un bâton, etc.);
2 fruit d'arbre fruitier en gén.
Étymologie: cf. lat. malum.
Russian (Dvoretsky)
μῆλον:
I дор. μᾶλον τό
1 яблоко Hom. etc.: τὸ τῆς Ἔριδος μ. Luc. яблоко Эриды, т. е. раздора; τὰ χρύσεα μῆλα (sc. Ἑσπερίδων) Soph. золотые яблоки Гесперид;
2 (древесный), плод Hom. etc.: μ. Κυδώνιον Plut. айва; μ. Μηδικόν (поздн. κίτριον) Plut. лимон или померанец;
3 шар, округлость (μαζῶν μῆλα, μᾶλα παρηϊάδων Anth.): μ. ἐπὶ σκήπτρῳ ἔπεστι πεποιημενον Her. к посоху приделан шаровидный набалдашник.
II дор. μᾶλον τό овца или коза; тж. pl. мелкий скот (πολλὰ μῆλ᾽, ὄϊές τε καὶ αἶγες Hom.; μῆλα καὶ βοῶν ἀγέλαι Pind.; μῆλα καὶ ποῖμναι Soph.): ἄρσενα или ἔνορχα μῆλα Hom. бараны.
Greek (Liddell-Scott)
μῆλον: (Α), ου, τὸ πρόβατον ἢ αἴξ, ἢ βοῦν ἢ ἔτι μῆλον Ὀδ. Μ. 301 (πρβλ. 299)· ἕκαστος... μῆλον ἀγινεῖ ζατρεφέων αἰγῶν Ξ. 105· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν πληθ. (πρὸς διάκρισιν δὲ τοῦ γένους προστίθεται ἐπίθετον, ἄρσενα μ., κριοί, «κριάρια», Ὀδ. Ι. 438· ἔνορχα μ. Ἰλ. Ψ. 147), πρὸς δήλωσιν ποιμνίων προβάτων καὶ αἰγῶν, «γιδοπρόβατα», ἔνθα δὲ πολλὰ μῆλ’, ὄϊές τε καὶ αἶγες, ἰαύεσκον Ὀδ. Ι. 184· ὡς δὲ λέων μήλοισιν... ἐπελθών, αἴγεσιν ἢ ὀΐεσσι Ἰλ. Κ. 485· ἐντεῦθεν καθόλου ὡς τὰ πρόβατα, μικρὰ κτήνη, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: βόες, ὡς τὸ Λατ. pecudes πρὸς τὸ armenta, βόες καὶ ἴφια μῆλα Ἰλ. Ι. 406, κτλ.· μῆλα καὶ βοῶν ἀγέλας Πίνδ. Π. 4. 263· μῆλα καὶ ποίμνας Σοφ. Αἴ. 1061· - ἀλλ’ ἀπολ. ἐπὶ προβάτων, ἄργυφα μῆλα Ὀδ. Κ. 85· μήλων εὐπόκοις νομεύμασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1416· ἐπὶ βοός, Σιμων. 249· οὕτω, μυκηθμοῖσι καὶ βρυχήμασιν μήλων, ἐπὶ ἀγελῶν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155· καθόλου, ζῷα κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, Πίνδ. Ο. 7. 116· ἰδίως ἐπὶ τῶν πρὸς θυσίαν ζῴων, αὐτόθι 145, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1057, κτλ.· - ἔτι δὲ καὶ ἐπὶ ζῴων τοῦ κυνηγίου, Σοφ. Ἀποσπ. 911· - ὁ Λυκόφρ. 106 μεταχειρίζεται κατὰ μεταπλασμὸν γεν. πληθ. μηλάτων· - (Ἡ λέξις δὲν εἶναι οὕτως ἐν χρήσει παρὰ πεζογράφοις. Δὲν γίνεται δὲ μᾶλον παρὰ Πινδ., ἐπειδὴ ὁ γνήσιος Δωρ. καὶ Βοιωτ. τύπος εἶναι μεῖλον, Αhrens D. Dor. 145, 153).
English (Autenrieth)
(1): apple (mālum).
(2): sheep or goat, Od. 12.301, Od. 14.305; mostly pl., μῆλα, small cattle, flocks.
English (Slater)
pl., herds πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις (O. 7.63) μήλων τε κνισάεσσα πομπὰ (O. 7.80) “μῆλά τε γάρ τοι ἀφίημ” (P. 4.148) “ἄγχιστον ὀπάονα μήλων” (P. 9.64) λιπαροτρόφων θυσι[ μή]λων (Pae. 12.7)
Spanish
Greek Monolingual
(I)
το (ΑΜ μῆλον, Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον)
βλ. μήλο.
(II)
μῆλον, βοιωτ. τ. μεῖλον, τὸ (Α)
1. πρόβατο ή αίγα («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῦν ἠ έτι μῆλον ἀποκτάνῃ», Ομ. Οδ.)
2. ταύρος
3. στον πληθ. α) αιγοπρόβατα
β) ποίμνιο
γ) αγέλη ζώων
δ) (γενικά) ζώα, σε αντιδιαστολή προς τους ανθρώπους («γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις», Πίνδ.)
ε) (ειδικά) ζώο για κυνήγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε IE mēlo- ή smēlo «μικρό ζώο» και συνδέεται άμεσα με αρχ. ιρλδ. mil «μικρό ζώο» αλλά και με αρμ. mal «πρόβατο». Με βάση τον ΙΕ τ. smēlo- το ελλ. μῆλον μπορεί να συνδεθεί με ΙΕ λ. με σημ. «μικρός, λεπτός» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. smal, αγγλ. small). Η λ. ως β' συνθετικό απαντά με τη μορφή -μηλος και σε κύρια ον. (πρβλ. Εύμηλος, Καλλίμηλος, Πολύμηλος).
ΠΑΡ. μηλωτή (Ι)
αρχ.
μηλάτης, μήλειος(ΙΙ), μηλίς(ΙΙ), μηλίτης(ΙΙ), μηλωτής.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μηλολόνθη
αρχ.
μηλιαυθμός, μηλοβατώ, μηλοβοσκός, μηλόβοτος, μηλογενής, μηλοδαΐκτας, μηλοδόκος, μηλοθύτης, μηλόκερως, μηλοκλόπος, μηλοκόμος, μηλοκτόνος, μηλονόμης, μηλονόμος, μηλοσκόπος, μηλοσόη, μηλοσσόος, μηλοσφάγος, μηλοτρόφος, μηλοφάγος (ΙΙ), μηλοφόνος, μηλοφύλαξ (II). (Β' συνθετικό σε -μηλος) αρχ. δεξίμηλος, εύμηλος, φερέμηλος, φιλόμηλος, φυξίμηλος].
Greek Monotonic
μῆλον: (Α), -ου, τό, πρόβατο ή κατσίκα, σε Ομήρ. Οδ.· στον πληθ., πρόβατα και κατσίκες, μικρό κοπάδι, Λατ. pecudes, σε αντίθ. προς το βόες, σε Ομήρ. Ιλ.· με επίθ. που προστίθεται για να διακρίνει το γένος, ἄρσενα μῆλα, κριάρια, τράγοι, σε Ομήρ. Οδ.
• μῆλον: (Β), Δωρ. μᾶλον, -ου, τό, Λατ. mālum·
I. μήλο (το φρούτο) ή (γενικά) κάθε οπωροφόρο δέντρο, σε Όμηρ., Ησίοδ., Αττ.
II. μεταφ., λέγεται για τους μαστούς νεαρής κοπέλας, σε Θεόκρ.· επίσης, μάγουλα, Λατ. malae, σε Ανθ., Λουκ.· πρβλ. μηλοπάρειος· αλλά στον Θεόκρ., τὰ σὰ δάκρυα μᾶλα ῥεόντι, τά δάκρυά σου τρέχουν γλυκά ή στρογγυλά σαν μήλα.
Frisk Etymological English
1
Grammatical information: n.
Meaning: apple (Il.), also (with diff. determining attribute) of other stone-fruits (Hp., Dsc.), often metaph.: (seed-)capsule of a rose (Thpr.), in plur. breasts, cheeks, tonsils, apple-like beaker (Ar., Theoc., medic., pap., inscr.).
Other forms: Dor. Aeol. μᾶλον.
Compounds: As 1. member e.g. in μῆλ-οψ applecoloured = yellow (η 104), μαλο-πάραυος with apple-like cheekes (Theoc.); μηλ-άπιον n. name of a fruit (medic., Plin.).). As 2. member in determinatives, e.g. γλυκύ-μαλον, -μηλον sweet-apple (Sapph. [?; Risch IF 59, 10 A. 2], Call.), μελί-μηλον summer-apple, Pyrus praecox (Dsc.), also applemead (medic.) for μηλό-μελι (Dsc.; Strömberg Wortstudien 7); cf. κοκκύ-μηλον; on ἐπιμηλίς s. v.
Derivatives: A. Subst. 1. μηλέη, -α appletree (Od.); 2. μηλίς, μαλίς f. = μηλέα (Ibyc., Theoc.), yellow pigment (Plu.), name of a distemper of asses, glanders? (Arist.); 3. μηλίτης οἶνος apple-, quince-wine (Plu., Dsc.; Redard 98); 4. μηλίσκα n. pl. name of cups shaped like apples (Delos IIIa); 5.Μηλ-ιάδες f. pl. fruittree-nymphs (Poll.; like κρην-ιάδες); 6. μήλωθρον n. = ἄμπελος λευκή (Thphr., Dsc.; cf. ψίλωθρον id. from ψιλόω, πύρωθρον = πύρεθρον). -- B. Adj. 7. μήλινος, μάλινος made of apples, applecoloured (Sapph., Thphr.); 8. μήλειος belonging to the apple (Nic., A. R.); 9. μηλώδης applelike (Gal.). -- C. Verb. 10. μηλίζω resemble an apple (in colour) (medic.). -- Here also the island name Μῆλος ("apple-island")?; s. Heubeck Glotta 25, 271.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Mediterranean word. -- From Greek Lat. mālum, mēlum, with mālinus applecoloured, mēlinus of quince-apples; s. W.-Hofmann s. 1. mālus. The word has been connected with Hitt. mahla-, but this appeared to have a diff. meaning (`grape, vine, twig of a vine'); Cuny, REA 26(1924)364f; corrected by Sturtevant CGr.1 292, Kronasser VLFL (1956) 88, Szemerényi, Phonetica 17(1967)47; hardly to ἀμάμαξυς, Fur. 212.
2
Grammatical information: n., mostly pl. -α
Meaning: small cattle, sheep and goats (Il.); μηλάτων Lyc. 106 after προβάτων.
Other forms: (also Dor.).
Compounds: Often as 1. member, e.g. μηλο-βότης, Dor. -τας shepherd (Pi., E.), also -βοτήρ (Σ 529, h. Merc. 286) in -βοτῆρας at verse-end, after the simplex (Fraenkel Nom. ag. 1, 65, Chantraine Form. 323, Risch $13d, Shipp Studies 66); μηλάταν τὸν ποιμένα. Βοιωτοί H., haplological for μηλ-ηλάταν or for μηλόταν after βοηλάταν (Bechtel Gött. Nachr. 1919, 345, Dial. 1,307); on μηλ-ολόνθη s. v. Rarely as 2. member, only in some bahuvrihis (diff. -μηλον apple, s. v.), e.g. πολύ-μηλος with many sheep (Il.); also in PN, e.g. Boeot. Πισί-μειλος.
Derivatives: μήλειος belonging to the small cattle (Ion., E.), μηλόται ποιμένες H. (Fraenkel Nom. ag. 2, 129, Schwyzer 500), μηλωτή f. sheepskin (Philem. Com., hell.; like κηρωτή a.o.) with Μηλώσιος surn. of Zeus (Corc., Naxos), prop. "who is wrapped in a sheepskin" (Nilsson Gr. Rel. 1, 395f.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Old word for small cattle, which is well attested in Celtic, e.g. OIr. mil n. small animal, and is sporadically found also in Westgerm., e.g. in OLFranc. māla cow, Dutch maal young cow (here also the old name of the Harz, Μηλί-βοκον ὄρος?). -- Against these words, which all can go back on IE *mēlo-, stands with a-vowel Arm. mal sheep, also SmRuss. mal' f. small cattle, young sheep, Russ. (Crimea) malíč kind of Crimea-sheep. It eems obvious to sonnect these words with the general Slav. adj. for small, e.g. OCS malъ, Russ. mályj. A further step leads to the Germ. word for small, narrow in Goth. smals etc., which is often used of small cattle, e.g. OWNo. smale m. small animal, OHG smalaz fihu Schmal-vieh, small cattle. If we posit IE *(s)mēl-, (s)mōl- (OCS malь etc.), (s)mǝl- (Arm. mal, Goth. smals etc.)[this means *smHlo-?], it would seem possible, to bring all words mentioned together. [For Arm. mal Ačaryan HAB III2224 proposes a loan from Arabic.] All this does not lead to a probable solution. -- Fick 1, 519, however, thinks for the μῆλον-group of *mē- bleat (s. μηκάομαι). -- Cf. WP. 2, 296f (with open doubt), Pok. 724, W.-Hofmann s. 3. malus, Vasmer s. mályj.
Middle Liddell
1
a sheep or goat, Od.;in pl. sheep and goats, small cattle, Lat. pecudes, opp. to βόες, Il.; with an adj. added to distinguish the gender, ἄρσενα μ. rams, wethers, Od.
2
I. Lat. ma_lum, an apple or (generally) any tree-fruit, Hom., Hes., Hdt., Attic
II. pl., metaph. of a girl's breasts, Theocr.:—also the cheeks, Lat. malae, Anth., Luc.; cf. μηλοπάρῃος:—but in Theocr., τὰ σὰ δάκρυα μᾶλα ῥέοντι thy tears run sweet or round as apples.
Frisk Etymology German
μῆλον: 1.
{mē̃lon}
Forms: dor. äol. μᾶλον
Meaning: Apfel (seit Il.), auch (mit verschiedenen determinierenden Attributen) von anderem Kernobst (Hp.. Dsk. u. a.), oft übertr.: Samenkapsel einer Rose (Thpr.), im Plur. Brüste, Wangen, Tonsillen, apfelähnliche Becher (Ar., Theok., Mediz., Pap., Inschr. usw.).
Composita: Als Vorderglied z.B. in μῆλοψ apfelfarbig = gelb (η 104), μαλοπάραυος mit apfelähnlichen Wangen (Theok.), μηλάπιον n. N. eines Obstes (Mediz., Plin.). Oft als Hinterglied in Determinativa u.ä., z.B. γλυκύμαλον, -μηλον Süßapfel (Sapph. [?; Risch IF 59, 10 A. 2], Kall. u.a.), μελίμηλον Sommerapfel, Pyrus praecox (Dsk.), auch Apfelmet (Mediz.) für μηλόμελι (Dsk. u. a.; Strömberg Wortstudien 7); vgl. κοκκύμηλον; zu ἐπιμηλίς s. bes.
Derivative: Ableitungen. A. Subst. 1. μηλέη, -α Apfelbaum (seit Od.); 2. μηλίς, μαλίς f. = μηλέα (Ibyk., Theok.), gelbes Pigment (Plu.), N. einer Eselskrankheit, Rotz? (Arist.); 3. μηλίτης οἶνος ‘Apfel-, Quittenwein’ (Plu., Dsk.; Redard 98); 4. μηλίσκα n. pl. Ben. von Bechern (Delos IIIa); 5. Μηλιάδες f. pl. Obstbaumnymphen (Poll.; wie κρηνιάδες u.a.); 6. μήλωθρον n. = ἄμπελος λευκή (Thphr., Dsk.; vgl. ψίλωθρον ib. von ψιλόω, πύρωθρον = πύρεθρον). — B. Adj. 7. μήλινος, μάλινος aus Äpfeln gemacht, apfelfarbig (Sapph., Thphr. usw.); 8. μήλειος zum Apfel gehörig (Nik., A. R.); 9. μηλώδης apfelähnlich (Gal. u. a.). — C. Verb. 10. μηλίζω ‘einem Apfel (der Farbe nach) ähneln’ (Mediz.). — Hierher noch der Inselname Μῆλος ("Apfelinsel")?; s. Heubeck Glotta 25, 271 m. Lit.
Etymology: Mittelmeerwort aus unbek. Quelle. — Aus dem Griech. lat. mālum, mēlum, ebenso mālinus apfelfarben, mēlinus von Quittenäpfeln u. a.; s. W.-Hofmann s. 1. mālus m. Lit.
Page 2,226
2.
{mē̃lon}
Forms: (auch dor.)
Grammar: n., meist pl. -α (μηλάτων Lyk. 106 nach προβάτων)
Meaning: Kleinvieh, Schafe und Ziegen (ep. poet. seit Il.).
Composita: Oft als Vorderglied, z.B. μηλοβότης, dor. -τας Schafhirt (Pi., E. in lyr.), auch -βοτήρ (Σ 529, h. Merc. 286) in -βοτῆρας am Versende, nach dem Simplex (Fraenkel Nom. ag. 1, 65, Chantraine Form. 323, Risch ̨ 13d, Shipp Studies 66); μηλάταν· τὸν ποιμένα. Βοιωτοί H., haplologisch für μηληλάταν oder für μηλόταν nach βοηλάταν (Bechtel Gött. Nachr. 1919, 345, Dial. 1,307); zu μηλολόνθη s. bes. Selten als Hinterglied, u. zw. nur in einigen Bahuvrihis (anders -μηλον Apfel, s. d.), z.B. πολύμηλος mit vielen Schafen (Il. usw.); auch in PN, z.B. böot. Πισίμειλος.
Derivative: Wenige Ableitungen: μήλειος zum Kleinvieh gehörig (ion., E.), μηλόται· ποιμένες H. (Fraenkel Nom. ag. 2, 129, Schwyzer 500), μηλωτή f. Schaffell (Philem. Kom., hell. u. sp.; wie κηρωτή u.a.) mit Μηλώσιος Bein. des Zeus (Kork., Naxos), eig. "der in ein Schaffell gehüllte" (Nilsson Gr. Rel. 1, 395f.).
Etymology: Altes Wort für Kleinvieh, das im Keltischen mehrfach belegt ist, z.B. air. mil n. kleines Tier, und sich sporadisch auch auf westgerm. Boden wiederfindet in andfränk. māla Kuh, ndl. maal junge Kuh (wozu noch der alte N. des Harz Μηλίβοκον ὄρος?). — Gegenüber diesen Wörtern, die alle auf idg. *mēlo- zurückgehen können, steht mit a-Vokal arm. mal Schaf, auch klruss. mal’ f. Kleinvieh, junge Schafe, russ. (Krim) malíč Art Krimschafe. Es liegt nahe, die letztgenannten Wörter mit dem gemeinslav. Adj. für klein zu verknüpfen, z.B. aksl. malъ, russ. mályj. Ein weiterer Schritt führt zum germ. Wort für ‘klein, schmal’ in got. smals usw., das oft auf kleines Vieh bezogen wird, z.B. awno. smale m. kleines Tier, ahd. smalaz fihu ’Schmal-vieh, Kleinvieh’. Bei Ansetzung von idg. (s)mēl-, (s)mōl-(aksl. malь usw.), (s)məl- (arm. mal, got. smals usw.) ist es gewiß möglich, alle die genannten Wörter unter einen Hut zu bringen. — Fick 1, 519 denkt dagegen für die μῆλον-Gruppe an mē- blöken (s. μηκάομαι). — WP. 2, 296f (mit nicht verhehltem Zweifel), Pok. 724, W.-Hofmann s. 3. malus, Vasmer s. mályj; daselbst auch reiche Lit.
Page 2,226-227
Mantoulidis Etymological
1 (=πρόβατο). Πιθανόν ὀνοματοποιημένη λέξη ἀπό τόν ἦχο τῶν προβάτων μεεε!
Παράγωγα: μήλειος (=πρόβειος), μηλόβοτος (=χώρα μέ βοσκοτόπια), μηλοτρόφος (=πού τρέφει πρόβατα), μηλωτή (=δέρμα προβάτου).
2 (=καρπός μηλιᾶς). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του.
Παράγωγα: μηλέα, μήλειος, Μηλιάδες (=νύμφες τῶν ὀπωροφόρων δέντρων), μήλινος, μηλίτης (=κρασί ἀπό μῆλα), μηλοφόρος, μηλόχρους, μήλοψ (=μέ ὄψη μήλου, κίτρινος), μηλώδης, μηλών -ῶνος.
Léxico de magia
τό bot. manzana como ofrenda παραθήσεις δὲ αὐτῷ ... μῆλα φοινίκια, κρατῆρα κεκραμμένον οἰνομέλιτι pondrás junto a él manzanas rojas, una copa llena de vino con miel P XII 23 en un encantamiento ἐπὶ μήλου ἐπῳδή encantamiento con una manzana SM 72 1.5
Translations
sheep
Abenaki: azib; Acehnese: bubiri; Afrikaans: skaap; Ainu: ヒチュチ; Akkadian: 𒇻; Albanian: delme, dele; Amharic: በግ; Arabic: خَرُوف; Egyptian Arabic خروف; Hijazi Arabic: خاروف, غنمة,غنم; Iraqi Arabic: غنم; Moroccan Arabic: غنم, خروف, خروفة, نعجة, حولي; Armenian: ոչխար; Aromanian: oai, oae; Assamese: ভেৰা, ভেড়া, ভেৰা ছাগলী, ভেড়া ছাগলী; Asturian: oveya; Aymara: iwija; Azerbaijani: qoyun; Bactrian: ποσο; Bakhtiari: میش; Balinese: biri-biri; Baluchi: میش, پس; Bashkir: һарыҡ; Basque: ardi; Bau Bidayuh: koming; Belarusian: авечка, аўца; Bengali: ভেড়া, মেষ; Brahui: melle; Breton: dañvad, maout, dañvadez; Bulgarian: овца; Burmese: သိုး, ဆိတ်ကုလား; Buryat: хонин; Catalan: ovella; Central Melanau: biri-biri; Chechen: уьстагӏ; Cherokee: ᎠᏫ ᎤᏃᏕᎾ; Chichewa: nkhosa; Chickasaw: chokfi, chokfi ishto'; Chinese Cantonese: 綿羊, 绵羊, 羊, 羊咩; Dungan: мянён, ён; Mandarin: 綿羊, 绵羊, 羊; Min Nan: 綿羊, 绵羊, 羊, 羊仔; Chiricahua: dibéhé; Chuukese: siip; Chuvash: сурӑх; Classical Nahuatl: ichcatl; Cornish: davas; Crimean Tatar: qoy; Czech: ovce; Dairi Batak: biri-biri; Danish: får; Daur: xonii; Dongxiang: ghoni; Dutch: schaap; Dzongkha: ལུག; Edo: óhuán; Esperanto: ŝafo; Estonian: lammas; Evenki: беру; Ewe: alẽ; Faroese: seyður; Finnish: lammas; French: mouton; Friulian: piore, fede; Galician: ovella, motóa, almella, andosca; Gamilaraay: thimba; Gaulish: *multon-; Ge'ez: በግዕ; Georgian: ცხვარი; German: Schaf; Gondi: గొర్రె; Gothic: 𐌻𐌰𐌼𐌱; Greek: πρόβατο; Ancient Greek: ὄϊς, πρόβατον; Greenlandic: sava; Guaraní: ovecha; Gujarati: ઘેટું; Haitian Creole: mouton; Hausa: tunkìyā; Hawaiian: hipa; Hebrew: כֶּבֶשׂ; Hindi: भेड़, मेष; Hungarian: juh, birka; Icelandic: sauður, sauðkind, kind, fé, sauðfé, ær, rolla; Ido: mutono; Ifè: àgùɖã̀; Igala: álá, àgwùtọ̀; Igbo: atụlū; Inari Sami: savzâ; Indonesian: domba, biri-biri; Ingrian: lammaz; Ingush: устагӏ; Interlingua: ove; Irish: caora; Isekiri: àgútàn; Italian: pecora; Izon: ọnị́na; Japanese: 羊, ヒツジ, 綿羊; Jeju: 양; Jicarilla: dibé; Jurchen: honi; Kabyle: ikerri; Kalmyk: хөөн; Kannada: ಕುರಿ; Karelian: lammas; Karo Batak: biri-biri; Kashmiri: کَٹھ, گٔب; Kashubian: òwca; Kazakh: қой; Khmer: ចៀម; Komi-Korean: 양, 면양; Kurdish Central Kurdish: مەڕ; Northern Kurdish: mî, mih, beran, pez, berx, berindir, beyindir; Kyrgyz: кой; Ladin: biescia; Lao: ແກະ; Latgalian: vuška; Latin: ovis; Latvian: aita, avs; Laz: ჩხური; Ligurian: pêgoa; Limburgish: sjaop; Lithuanian: avis; Livonian: lāmbaz; Louisiana Creole French: mouton; Low German: Schaap; Luganda: endiga; Luhya: likhese, likhese; Lusitanian: oilam; Luxembourgish: Schof; Lü: ᦵᦈᧃ; Macedonian: овца; Maguindanao: bili-bili; Makasar: biri-biri; Malagasy: besavily, ondry; Malay: biri-biri, bebiri, kambing biri-biri, kambing bebiri, domba; Malayalam: ചെമ്മരിയാട്; Maltese: nagħġa, nagħaġ; Manchu: ᡥᠣᠨᡳᠨ; Manx: keyrrey; Maore Comorian: ɓariɓari; Maori: hipi; Maranao: bili-bili; Marathi: मेंढी; Mari Eastern Mari: шорык; Western Mari: шарык; Mazanderani: گاسفند, گسن; Mbyá Guaraní: ovexa; Mi'kmaq: jijgluewj anim; Middle English: schep; Middle Korean: 야ᇰ; Mingrelian: შხური; Mirandese: canhona, oubeilha; Mon: သဵု; Mongolian: хонь; Nahuatl: ichcatl; Nanai: хонин; Navajo: dibé; Nepali: भेंडा; Nias: biri-biri; Nigerian Pidgin: sheep; Norman: mouton; North Frisian Föhr: schep; Goesharde, Mooring: schäip; Northern Sami: sávza; Norwegian: sau, får; Nupe: kingbàgbà; Occitan: feda, oelha; Ojibwe: maanishtaanish; Old Church Slavonic Cyrillic: овьца; Glagolitic: ⱁⰲⱐⱌⰰ; Old East Slavic: овьца; Old English: scēap; Old Irish: cáera; Olukumi: àgùntàn; Oriya: ମେଣ୍ଢା; Oromo: hoolaa; Ossetian: фыс; Pashto: مړېيه, مېږ, مږه, پسه, ګډه; Persian: گوسفند, میش, قوچ; Plautdietsch: Schop; Polabian: vicĕ; Polish: owca; Portuguese: ovelha; Punic: 𐤔; Punjabi: ਭੇਡ; Quechua: uwija; Rohingya: sóol; Romani: bakro, bakri; Romanian: oaie; Romansch: nursa, nuorsa, besch; Russian: овца, овечка; S'gaw Karen: သိ; Samoan: mamoe; Sango: walitaba; Sanskrit: अवि, अविक; Santali: ᱵᱷᱤᱰᱤ; Sardinian: brebei, berbeghe, barveghe, chessi, tzicca, erveche, odda, argasa; Saterland Frisian: Skäip; Scots: sheep; Scottish Gaelic: caora; Serbo-Croatian Cyrillic: овца, ован, јагње, јање; Roman: ovca, ovan, jagnje, janje; Seychellois Creole: mouton; Shan: သူဝ်း; Sidamo: gerechcho; Simeulue: biri-biri; Sindhi: رڍ; Sinhalese: බැටළුවා; Slovak: ovca; Slovene: ôvca, ôven; Somali: ido; Sorbian Lower Sorbian: wójca; Upper Sorbian: wowca; Spanish: carnero, oveja; Sumerian: 𒇻; Swahili: kondoo; Swedish: får; Tagalog: tupa, obeha; Tajik: гӯсфанд; Talysh: پس; Tamil: செம்மறியாடு; Taos: k'úona; Tatar: сарык; Telugu: గొర్రె; Thai: แกะ; Tibetan: ལུག; Tigrinya: በጊዕ; Tocharian B: śaiyye; Tok Pisin: sipsip; Tsakonian: βάννε; Tsonga: nyimpfu; Tswana: nku; Turkish: koyun; Turkmen: goýun; Tuvan: хой; Ukrainian: вівця; Urdu: بھیڑ, گوسفند, میش; Uyghur: قوي; Uzbek: qoʻy, goʻsfand; Venetian: piègora, pégora, pigora, piovra, feda, féda; Veps: lambaz; Vietnamese: cừu; Vilamovian: siöf; Volapük: jip; Voro: lammas; Votic: lammaz; Walloon: bedot, moton; Welsh: dafad, defaid; West Frisian: skiep; Western Apache: dibéé, dobéé, dibéłįį, bee'é, mee'é, mę'é; Western Panjabi: بھیڈ; Wolof: xar mi; Yakut: хой; Yiddish: שעפּס, שאָף; Yoruba: àgùtàn; Zazaki: mi, kavır; Zhuang: yiengz; Zulu: imvu
apple
Abaza: чӏва; Abenaki: aples; Abkhaz: аҵәа; Adyghe: мыӏэрыс, мые; Afrikaans: appel; Ainu: リンゴ; Akkadian: 𒄑𒈢; Alabama: takkólchoba; Albanian: mollë; Aleut: yaavluka; Alviri-Vidari: سیب; Amharic: ፖም; Amis: lingko; Apache Western Apache: masáána; Arabic: تُفَّاحَة, تُفَّاح; Egyptian Arabic: تفّاح, تفّاحة sg; Gulf Arabic: تفّاح, تفّاحة sg; Hijazi Arabic: تُفَّاحة; Aragonese: mazana; Archi: аӏнш; Armenian: խնձոր; Aromanian: mer; Assamese: আপেল; Assyrian Neo-Aramaic: ܚܲܒܘܼܫܵܐ; Asturian: mazana; Avar: гӏеч; Azerbaijani: alma; Baluchi: سوپ; Bashkir: алма; Basque: sagar; Bats: ჴორ; Belarusian: яблык; Bengali: আপেল; Bhojpuri: सेव; Bikol Central: mansanas; Blackfoot: áípasstaamiinaamm; Breton: aval, avaloù; Budukh: йеч; Bulgarian: ябълка; Bunun: pingku; Burmese: ပန်းသီး; Buryat: яблока; Catalan: poma; Cebuano: mansanas; Central Atlas Tamazight: ⵜⴰⴷⴼⴼⵓⵢⵜ; Central Dusun: apol; Central Melanau: ipul; Chechen: ӏаж; Cherokee: ᏒᎦᏔ; Cheyenne: má'xeme; Chinese Cantonese: 蘋果, 苹果; Dungan: гуәзы; Hakka: 林檎; Mandarin: 蘋果, 苹果; Min Nan: 蘋果, 苹果, 瓜果, 林檎; Wu: 苹果; Chuvash: улма; Classical Syriac: ܚܙܘܪܐ; Coptic: ϫⲉⲙⲫⲉϩ; Cornish: aval; Crimean Tatar: alma; Czech: jablko; Danish: æble; Dargwa: гӏинц; Dhivehi: އާފަލު; Dutch: appel; Elfdalian: eppel; Emilian: pàm, pùm; Erzya: умарь, сад умарь; Esperanto: pomo; Estonian: õun; Faroese: súrepli, epli; Fiji Hindi: aapul; Fijian: yapolo; Finnish: omena; French: pomme; Friulian: miluç, mêl; Gagauz: alma; Galician: mazá, poma, boullo; Gaulish: abalo-; Georgian: ვაშლი; German: Apfel; Alemannic German: Öpfel; Alsatian: Àpfel; Bavarian: Epfe; Central Franconian: Appel; Greek: μήλο; Ancient Greek: μῆλον; Doric: μᾶλον; Greenlandic: iipili; Guaraní: guavirana'a, yva; Gujarati: સફરજન; Haitian Creole: pòm; Hawaiian: ʻāhia; Hebrew: תַּפּוּחַ; Hindi: सेब, सेव, सेउ; Hungarian: alma; Hunsrik: Eppel; Iban: ipul; Icelandic: epli; Ido: pomo; Ilocano: mansanas; Indonesian: apel; Ingrian: ommeena; Ingush: ӏаж; Interlingua: pomo; Inuktitut: ᑭᒻᒥᓇᐅᔭᖅ; Irish: úll; Italian: mela; Jamaican Creole: apl; Japanese: 林檎, 苹果; Javanese: apel; Kabardian: мыӏэрысэ; Kalmyk: альмн; Kannada: ಸೇಬು; Karachay-Balkar: алма; Karakalpak: alma; Karelian: juablukku; Kashmiri: ژوٗنٛٹھ; Kashubian: jabko; Kavalan: linggu; Kazakh: алма; Khmer: ប៉ុម; Komi-Permyak: яблӧк; Korean: 사과; Kumyk: алма; Kurdish Central Kurdish: سێو; Laki: سێف; Northern Kurdish: sêv; Southern Kurdish: سێف; Kven: äpyli; Kyrgyz: алма; Ladino: mansana; Lak: гьивч; Lao: ໝາກໂປມ, ຫມາກປົ່ມ; Latgalian: uobeļs; Latin: malum; Latvian: ābols; Lenape Unami: apëlìsh; Lezgi: ич; Ligurian: mei; Limburgish: appel; Lithuanian: obuolys; Lombard: pomm; Low German German Low German: Appel; Luxembourgish: Apel; Lü: ᦖᦱᧅᦘᦲᧃᧉᦷᦅ; Macedonian: јаболко; Malagasy: paoma; Malay: epal, tufah, apel; Malayalam: ആപ്പിൾ; Maltese: tuffieħa; Manchu: ᡦᡳᠩᡤᡠᡵᡳ, ᡦᡳᠩᡤᡠ; Manx: ooyl; Maori: āporo; Maranao: mansanas; Marathi: सफरचंद; Mari Eastern Mari: олма; Maricopa: kwes'ul'ul; Middle English: appel; Mirandese: maçana; Mohawk: sewahyowane; Moksha: мар, марь; Mongolian алим, ᠠᠯᠢᠮᠠ; алмарад, ᠠᠯᠮᠤᠷᠠᠳ; Mòcheno: epfl; Nahuatl: manzana; Navajo: bilasáana; Neapolitan: mìlo, méla; Nepali: स्याऊ, स्याउ; Newar: स्याउ; Ngazidja Comorian: pomu; Nogai: алма; Norman: pomme, paomme, pum, poume; North Frisian Föhr-Amrum, Hallig: aapel; Helgoland: Oapel; Mooring: ååpel; Northern Sami: ehpel; Norwegian: eple; Nynorsk: eple; Nottoway-Meherrin: quaharrag; Occitan: poma; Ojibwe: mishiimin; Old Church Slavonic Cyrillic: аблъко; Glagolitic: ⰰⰱⰾⱏⰽⱁ; Old East Slavic: ꙗблъко; Old English: æppel; Old Frisian: appel; Old High German: apful; Old Irish: uball; Old Norse: epli; Old Prussian: wābli; Old Tati: سیو; Oriya: ସେଓ; Oromo: poomii; Ossetian: фӕткъуы; Ottoman Turkish: ألما; Paiwan: cada'; Papiamentu: apel; Pashto: مڼه; Penrhyn: āpara; Persian: سیب; Picard: peimme; Piedmontese: pom; Plautdietsch: Aupel; Polabian: jobťü; Polish: jabłko; Portuguese: maçã; Punjabi: ਸਿਓ, ਸੇਬ; Quechua: mansana; Rarotongan: ‘āpara; Rohingya: sép; Romagnol: méla; Romani: phabaj; Romanian: măr; Romansch: mail; Russian: яблоко; Rusyn: ябко; Rwanda-Rundi: pome; Samoan: 'apu; Sanskrit: सेवि; Saterland Frisian: Appel; Scots: aipple, aiple; Scottish Gaelic: ubhal; Serbo-Croatian Cyrillic: јабука; Roman: jabuka; Sherpa: ཤའུ; Sicilian: pumu, puma; Sindhi: صُوفُ; Sinhalese: ඇපල්; Skolt Sami: jabll; Slovak: jablko; Slovene: jabolko; Somali: tufaax; Sorbian Lower Sorbian: jabłuko; Upper Sorbian: jabłuko; Sotho: apole; Southern Altai: алама; Spanish: manzana, mela, poma; Sudovian: vobale; Sundanese: apel; Svan: უ̂ისგუ̂, უ̂ისგ, უსგუ̂, უ̂ისკუ̂; Swahili: tofaa; Swedish: äpple; Sylheti: ꠀꠄꠚꠟ; Tabasaran: вич; Tagalog: mansanas; Tahitian: 'āpara; Tajik: себ; Talysh: سیف; Tamil: ஆப்பழம்; Taroko: ringgo, supaw; Tat: сиб; Tatar: алма; Telugu: కాయ, ఆపిల్; Tetum: masán; Thai: แอปเปิล; Tibetan: ཀུ་ཤུ; Tigrinya: ቱፋሕ, ሜለ; Tlingit: x'áax'; Tsonga: vundzu; Tsou: heesi; Turkish: elma, tüffah; Turkmen: alma; Udi: еъшӏ; Udmurt: улмо, яблок; Ugaritic: 𐎚𐎔𐎈; Ukrainian: яблуко; Urdu: سیب; Uyghur: ئالما; Uzbek: olma; Venda: apula; Venetian: pom; Vietnamese: táo tây, bôm, táo, bom; Vilamovian: epuł; Volapük: pod, apod; Voro: upin; Walloon: peme; Waray-Waray: mansanas; Welsh: afal; West Coast Bajau: ipol; West Frisian: apel; Western Panjabi: سیب; Wolof: pom; Xhosa: iapile; Yagnobi: себ; Yakut: яблоко, дьаабылака; Yiddish: עפּל; Yoruba: èso òro òyìnbó; Yucatec Maya: chak pakʼáal; Yup'ik: atsarpak; Yurok: ˀɹplɹs; Zazaki: say, sa; Zhuang: makbinzgoj, makbingzgoj; Zulu: ihhabhula; Zuni: mansana