αἰπεινός: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />haut, élevé.<br />'''Étymologie:''' [[αἶπος]]. | |btext=ή, όν :<br />haut, élevé.<br />'''Étymologie:''' [[αἶπος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[αἰπύς]], <i>hoch</i>, Hom. μυκάλης (ὀρέων) αἰπεινὰ κάρηνα Versende <i>Il</i>. 2.869, 20.58, <i>Od</i>. 6.123, αἰπεινὸν [[πτολίεθρον]] <i>Il</i>. 15.257; [[sonst]] nur sing. fem., z.B. [[Ἴλιος]] αἰπεινή <i>Il</i>. 13.773, Ἰλίου αἰπεινῆς 9.419, αἰπεινῇ Καλυδῶνι 13.217, Πήδασον αἰπεινήν 6.35; – [[Ἴλιον]] Eur. <i>Andr</i>. 103 Theocr. 15.101; [[Οἰχαλία]] Soph. <i>Tr</i>. 855, [[βάθρον]] <i>Phil</i>. 988; πυραμίδες Antip.Sid. 52 (IX.58), und oft sp.D. übertragen λόγοι, <i>[[hochfahrend]]</i>e [[Reden]], Pind. <i>N</i>. 5.32, [[σοφία]], <i>tief</i>e W., <i>Ol</i>. 9.116. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 36: | Line 39: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[precipitous]], [[steep]], [[towering]] | |woodrun=[[precipitous]], [[steep]], [[towering]] | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 30 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, (αἰπύς) poet. Adj. A high, lofty, of cities on heights, Ἴλιον Il.9.419, al., cf. A.Fr.284, S.Tr.858 (lyr.), Ph.1000; αἰθήρ B. 8.34; of Delphi, μαντεῖα E.Ion739; of mountain-tops, κάρηνα Il.2.869, Od.6.123. II metaph., 1 αἰ. λόγοι hasty, wicked words, Pi.N.5.32. 2 hard to reach, σοφίαι μὲν αἰ. Id.O.9.108.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Morfología: [fem. gen. plu. αἰπεινάων Opp.C.1.482]
1 alto, elevado κάρηνα Il.2.869, 20.58, Od.6.123, αἰθήρ B.9.34, ἄκρια A.R.1.520
•de una isla escarpada Κερωσσός A.R.4.573
•fig. σοφία Pi.O.9.108.
2 situado en un alto, construido en el monte de ciudades Ἴλιον Il.9.419, cf. 13.773, Καλυδών Il.13.217, 14.116, Κνίδος h.Ap.43, cf. h.Hom.34.2, A.Fr.284, S.Tr.858, Ἐρύκα Theoc.15.101, Ἐπίδαυρος IPr.268c.4 (II a.C.)
•por hipálage de Delfos αἰπεινὰ ... μαντεῖα E.Io 739, σταθμοί Pi.P.4.76.
3 fig. imprudente λόγοι Pi.N.5.32.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
haut, élevé.
Étymologie: αἶπος.
German (Pape)
= αἰπύς, hoch, Hom. μυκάλης (ὀρέων) αἰπεινὰ κάρηνα Versende Il. 2.869, 20.58, Od. 6.123, αἰπεινὸν πτολίεθρον Il. 15.257; sonst nur sing. fem., z.B. Ἴλιος αἰπεινή Il. 13.773, Ἰλίου αἰπεινῆς 9.419, αἰπεινῇ Καλυδῶνι 13.217, Πήδασον αἰπεινήν 6.35; – Ἴλιον Eur. Andr. 103 Theocr. 15.101; Οἰχαλία Soph. Tr. 855, βάθρον Phil. 988; πυραμίδες Antip.Sid. 52 (IX.58), und oft sp.D. übertragen λόγοι, hochfahrende Reden, Pind. N. 5.32, σοφία, tiefe W., Ol. 9.116.
Russian (Dvoretsky)
αἰπεινός:
1 высоко вздымающийся, высокий (πτολίεθρον, Μυκάλης κάρηνα Hom.; βάθρον Soph.; Ἴλιον Eur., Theocr.; πυραμίδες Anth.);
2 перен. высокий, возвышенный (σοφία Pind.);
3 высокомерный (λόγοι Pind.);
4 недоступный, непостижимый, загадочный (μαντεῖα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰπεινός: -ή, -όν, (αἰπὺς) ποιητ. ἐπίθ. ὑψηλός, ἐπηρμένος, ἐπὶ πόλεων ὑψηλὰ κειμένων, Ὁμ., πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 99 b. Σοφ. Τρ. 858, Φ.1000: - περὶ τῶν κορυφῶν τῶν ὀρέων, Ἰλ. Β. 869, Ὀδ. Ζ. 123. ΙΙ. μεταφ. 1) αἰπεινοὶ λόγοι = ἀπότομοι, ἀπερίσκεπτοι, πονηροὶ λόγοι, Πινδ. Ν. 5. 99, ἔνθα ἴδε τὸν Dissen. 2) δύσκτητος, σοφίαι μὲν αἰπειναί, ὁ αὐτ. Ο. 9.161· αἰπ. μαντεῖα, = δύσκολα, Εὐρ. Ἴων 739.
English (Autenrieth)
English (Slater)
αἰπεινός
1 steep
a lit., αἰπεινῶν ἀπὸ σταθμῶν (P. 4.76) Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις (N. 9.5)
b met., difficult — σοφίαι μὲν αἰπειναί hard to reach (O. 9.108) τοῖο δ' ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι repugnant, distasteful (N. 5.32)
Greek Monotonic
αἰπεινός: -ή, -όν (αἰπύς),
I. υψηλός, υπερήφανος, υπεροπτικός, σε Όμηρ.
II. μεταφ.·
1. καμωμένος βιαστικά, βιαστικός, απερίσκεπτος — αἰπεινοὶ λόγοι, σε Πίνδ.
2. αυτός που δύσκολα κατακτάται, κερδίζεται, σε Πίνδ., Ευρ.
Middle Liddell
αἰπύς
I. high, lofty, Hom.
II. metaph.,
1. precipitate, hasty, Pind.
2. hard to win, difficult, Pind., Eur.