τραχύτης: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);" to "$1 $2, $3, $4;")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> [[rudesse]], [[âpreté]], [[dureté]];<br /><b>2</b> <i>au mor.</i> âpreté du caractère, violence, irascibilité.<br />'''Étymologie:''' [[τραχύς]].
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> [[rudesse]], [[âpreté]], [[dureté]];<br /><b>2</b> <i>au mor.</i> âpreté du caractère, violence, irascibilité.<br />'''Étymologie:''' [[τραχύς]].
}}
{{pape
|ptext=[ᾱ], ητος, ἡ, <i>[[Rauheit]], [[Härte]]</i>; ὀργῆς, Aesch. <i>Prom</i>. 80; <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[λειότης]], Plat. <i>Tim</i>. 65c; χώρας, Xen. <i>Cyr</i>. 7.5.67; αἱ τῶν τόπων τραχύτητες, Pol. 10.30.1, und Sp.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 33:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[cruelly]], [[cruelty]], [[harshness]], [[roughness]], [[sternness]], [[of ground]], [[of manner]], [[opposed to smoothness]]
|woodrun=[[cruelly]], [[cruelty]], [[harshness]], [[roughness]], [[sternness]], [[of ground]], [[of manner]], [[opposed to smoothness]]
}}
{{pape
|ptext=[ᾱ], ητος, ἡ, <i>[[Rauheit]], [[Härte]]</i>; ὀργῆς, Aesch. <i>Prom</i>. 80; <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[λειότης]], Plat. <i>Tim</i>. 65c; χώρας, Xen. <i>Cyr</i>. 7.5.67; αἱ τῶν τόπων τραχύτητες, Pol. 10.30.1, und Sp.
}}
}}

Revision as of 12:40, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾱχύτης Medium diacritics: τραχύτης Low diacritics: τραχύτης Capitals: ΤΡΑΧΥΤΗΣ
Transliteration A: trachýtēs Transliteration B: trachytēs Transliteration C: trachytis Beta Code: traxu/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, Att. τρᾱχῠτής, ῆτος (acc. to Hdn.Gr.1.83):—A roughness, ruggedness, κῶνον λαμβάνοντα τραχύτητας Democr.155; τῆς χώρας X.Cyr.7.5.67; sharpness, of a bit, Id.Eq.10.6; τραχύτησί τε καὶ λειότησιν Pl.Ti.65c, cf. Ti.Locr. 100d; περὶ τὴν ἀρτηρίαν Arist.GA788a27; τὰ ῥοφητὰ . . τὰς ἐν τῇ φάρυγγι τ. ἐκλεαίνει Gal.6.706; βλέφαρα τὰ τ. ἔχοντά τινα Id.16.510; τ. φωνῆς Arist. de An.422b31, cf. Phld.Po.Herc.994.32, 33. 2 of persons, roughness, harshness, ὀργῆς A.Pr.80; τ. δυσπρόσοδος Plu.Dio 8, etc.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 rudesse, âpreté, dureté;
2 au mor. âpreté du caractère, violence, irascibilité.
Étymologie: τραχύς.

German (Pape)

[ᾱ], ητος, ἡ, Rauheit, Härte; ὀργῆς, Aesch. Prom. 80; Gegensatz von λειότης, Plat. Tim. 65c; χώρας, Xen. Cyr. 7.5.67; αἱ τῶν τόπων τραχύτητες, Pol. 10.30.1, und Sp.

Russian (Dvoretsky)

τρᾱχύτης: ητος (ῠ) ἡ
1 шероховатость, шершавость (τ. τε καὶ λειότης Plat.);
2 неровность, бугристость или скалистость (τῆς χώρας Xen.);
3 жесткость (τοῦ χαλινοῦ Xen.);
4 грубость (τῆς φωνῆς Arst.);
5 суровость, злобность (ὀργῆς Aesch.; ἤθους Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾱχύτης: -ητος, ἡ, Ἀττικ. τραχῠτής, ῆτος (κατὰ τὸν Ἡρῳδιαν. παρ’ Ἀρκαδ., Χοιροβ.)˙ - τραχύτης, ἀνωμαλία, τὸ πετρῶδες, τῆς χώρας Ξεν. Κύρ. 7. 5, 67˙ ὀξύτης, τὸ μὴ λεῖον, ἐπὶ χαλινοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 10, 6˙ τραχύτησί τε καὶ λειότησιν Πλάτ. Τίμ. 65C, πρβλ. Τίμ. Λοκρ. 100D˙Ϗ περὶ τὴν ἀρτηρίαν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 26˙ τρ. φωνῆς ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 4. 11, 3. 2) ἐπὶ προσώπων, τραχύτης, σκληρότης, ἀγριότης, ὀργῆς Αἰσχύλ. Πρ. 80˙ ἤθους Πλουτ. Δίων 8, κλπ.

Greek Monolingual

και τραχ(ε)ίτης, ο, Ν
(πετρογρ.) πολύ λεπτοκοκκώδες ηφαιστειακό πέτρωμα, αντίστοιχο από ορυκτολογική άποψη με τον συηνίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trachyte (< τραχύς). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Κ. Μητσόπουλο].

Greek Monotonic

τρᾱχύτης: -ητος, ἡ (τραχύς
1. τραχύτητα, ανωμαλία, σε Ξεν.· κοφτερότητα, οξύτητα, λέγεται για χαλινάρι, στον ίδ.
2. λέγεται για πρόσωπα, τραχύτητα, σκληρότητα, αγριότητα, ὀργῆς, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

τρᾱχύτης, ητος, ἡ, τραχύς
1. roughness, ruggedness, Xen.; sharpness, of a bit, Xen.
2. of persons, roughness, harshness, ὀργῆς Aesch.

English (Woodhouse)

cruelly, cruelty, harshness, roughness, sternness, of ground, of manner, opposed to smoothness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)