μανιώδης: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "Bacch" to "Bacch") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=ες, <i>wie [[rasend]]</i>; τὸ μανιῶδες μαντικὴν πολλὴν [[ἔχει]], <i>der [[Wahnsinn]]</i>, Eur. <i> | |ptext=ες, <i>wie [[rasend]]</i>; τὸ μανιῶδες μαντικὴν πολλὴν [[ἔχει]], <i>der [[Wahnsinn]]</i>, Eur. <i>Bacch</i>. 299; κύνες, Xen. <i>Mem</i>. 4.1.3; <i>[[unsinnig]]</i>, [[ὑπόσχεσις]], Thuc. 4.39; [[ἱμάσθλη]], Nonn. <i>D</i>. 10.4. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:28, 3 December 2022
English (LSJ)
ες, A like madness, νοσεύματα Hp.Aër.7, cf. Coac.475. 2 like a madman, crazy, ὑπόσχεσις Th.4.39; καὶ τὸ μ. μαντικὴν πολλὴν ἔχει E.Ba.299; μ. πάντα τἀνθρώπων ὅλως Alex.219.9; κύνας μανιώδης καὶ δυσπειθεστάτας X. Mem.4.1.3: Comp. μανιωδέστερον ἢ κατά… J.AJ2.12.2. Adv. μανιωδῶς Gal. 5.415, Paul.Aeg.3.6, Sch.Theoc.1.83. II causing madness, Dsc. 1.68, 4.68; ἱμάσθλη Πανός Nonn.D.10.4.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
semblable à un fou, déraisonnable, insensé.
Étymologie: μανία, -ώδης.
German (Pape)
ες, wie rasend; τὸ μανιῶδες μαντικὴν πολλὴν ἔχει, der Wahnsinn, Eur. Bacch. 299; κύνες, Xen. Mem. 4.1.3; unsinnig, ὑπόσχεσις, Thuc. 4.39; ἱμάσθλη, Nonn. D. 10.4.
Russian (Dvoretsky)
μᾰνιώδης:
1 безумный, безрассудный (ὑπόσχεσις Thuc.);
2 яростный (κύνες Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
μανιώδης: -ες, ὅμοιος μανίᾳ, μ. νόσημα Ἱππ. π. Ἀέρ. 284· μαινόμενος, παράφρων, μανικός, κύνες Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 3. 2) παράφρων, «τρελλός», ἀνόητος, ὑπόσχεσις Θουκ. 4. 39· τὸ μ., μανία, καὶ τὸ μ. μαντικὴν πολλὴν ἔχει Εὐρ. Βάκχ. 299· μ. πάντα τἀνθρώπων ὅλως Ἄλεξ. ἐν «Ταραντ.» 3. 9. ΙΙ. πρόξενος μανίας, Διοσκ. 4. 69.
Greek Monolingual
-ες (AM μανιώδης, -ῶδες) μανία
1. αυτός που κατέχεται από μανία, παράφρων, τρελός, μανιακός («μανιώδης συμπεριφορά»)
νεοελλ.
αυτός που αρέσκεται υπερβολικά σε κάτι, αυτός που αγαπά κάτι με μανία («είναι μανιώδης καπνιστής»)
νεοελλ.-μσν.
1. ασυγκράτητος, σφοδρός, θυελλώδης («μανιώδης άνεμος»)
2. εξοργισμένος, παράφορος, οργίλος, αυτός που βρίσκεται σε παροξυσμό οργής
αρχ.
1. αυτός που μοιάζει με μανία, που έχει τα συμπτώματα της μανίας («περιπνευμονίαι τε καὶ μανιώδεα νοσεύματα», Ιπποκρ.)
2. ανόητος («τοῦ Κλέωνος καίπερ μανιώδης οὖσα ἡ ὑπόσχεσις ἀπέβη», Θουκ.)
3. αυτός που κάνει μανιακό κάποιον.
επίρρ...
μανιωδώς (AM μανιωδῶς)
με μανιώδη τρόπο, με μανία, εμμανώς.
Greek Monotonic
μᾰνιώδης: -ες (εἶδος),
1. παράφρων, τρελός, σε Ξεν.
2. αυτός που μοιάζει με τρελό, παλαβός, σε Θουκ.· τὸ μανιῶδες, τρέλα, σε Ευρ.
Middle Liddell
μᾰνι-ώδης, ες εἶδος
1. like madness, mad, Xen.
2. like a madman, crazy, Thuc.; τὸ μ. madness, Eur.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=τρελός). Ἀπό τό μανία + εἶδος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα μαίνομαι.