συντηρέω: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext=)(.*)(\n}}\n{{ntsuppl\n\|ntstxt=)(.*)}}" to "$1$2<br /><b>NT</b>: $4}}")
m (Text replacement - "\.(<br \/>'''Étymologie:'''.*)(<br \/><b>\[\[NT\]\]<\/b>: .*)\n}}" to ";$2.$1 }}")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> [[conserver]];<br /><b>2</b> [[observer]], [[surveiller]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τηρέω]].<br /><b>[[NT]]</b>: garder à l'esprit
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> [[conserver]];<br /><b>2</b> [[observer]], [[surveiller]];<br /><b>[[NT]]</b>: garder à l'esprit.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τηρέω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 20:05, 6 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντηρέω Medium diacritics: συντηρέω Low diacritics: συντηρέω Capitals: ΣΥΝΤΗΡΕΩ
Transliteration A: syntēréō Transliteration B: syntēreō Transliteration C: syntireo Beta Code: sunthre/w

English (LSJ)

A keep or preserve closely, ἑαυτὸν ἀδωροδόκητον Aristeas 209; τὴν ψυχήν μου μὴ φαγεῖν LXX To.1.11; σ. [τὴν γνώμην] παρ' ἑαυτῇ keep it close, Plb.30.30.5, cf. LXX Si.39.2, Ev.Luc.2.19. 2 preserve, maintain, of grants or privileges, SIG705.48 (Delph., ii B.C.), al., BGU1074.2 (i A.D.):—Pass., IG12(5).860.44 (Tenos); ἀμφότεροι -οῦνται (sc. ὅ τε οἶνος καὶ οἱ ἀσκοί) Ev.Matt.9.17. 3 observe strictly, τὸ τῆς φύσεως τέλος Epicur.Fr.554; τὰ νόμιμα Aristeas 127; τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ LXX Si.2.15; τὴν εὐταξίαν Arch.Pap.3.134 (Thera, iii/ii B.C.); τήν τε φιλίαν καὶ τὴν συμμαχίαν Riv.Fil.60.60 (Cyrene, ii B.C.); σ. τὸ διάστημα keep distance, Ascl. Tact.12.11, Ael.Tact.42.1. 4 watch one's opportunity, συντηροῦντα παίειν Plu.Marc.12. 5 watch over, protect, τοῖς φυλακίταις (sc. συντάξαι) συντηρῆσαι τὰ . . γενήματα BGU1851.8 (i B.C.).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 conserver;
2 observer, surveiller;
NT: garder à l'esprit.
Étymologie: σύν, τηρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-τηρέω bewaren, beschermen; ook overdr.. πάντα συνετήρει τὰ ῥήματα ταῦτα... ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς zij bewaarde al deze woorden in haar hart NT Luc. 2.19.

German (Pape)

mit, zugleich bewachen, bewahren, beobachten; τὰ δίκαια, Pol. 4.60.10; τὴν γνώμην παρ' ἑαυτῷ, bei sich behalten, 31.6.5; συντηροῦντα πόρρωθεν παίειν, zielend, Plut. Marcell. 12.

Russian (Dvoretsky)

συντηρέω:
1 сохранять, хранить (τὴν ζωὴν διὰ γενέσεως Arst.; τὰ ῥήματά τινος NT; τὴν ἑαυτοῦ γνώμην σ. παρ᾽ ἑαυτῷ Polyb.);
2 беречь, оберегать (τινα NT);
3 блюсти, соблюдать (τὰ δίκαια Polyb.);
4 выжидать удобный момент: συντηροῦντα παίειν τινά Plut. выждав удобный момент (т. е. прицелившись), поражать кого-л.

English (Strong)

from σύν and τηρέω; to keep closely together, i.e. (by implication) to conserve (from ruin); mentally, to remember (and obey): keep, observe, preserve.

English (Thayer)

συντήρω: imperfect 3rd person singular συνετήρει; present passive 3rd person plural συντηροῦνται; (from Aristotle, de plant. 1,1, p. 816a, 8 down);
a. to preserve (a thing from perishing or being lost): τί, passive (opposed to ἀπολλυσθαι), T WH omit; Tr brackets the clause); τινα, to guard one, keep him safe, from a plot, ἑαυτόν ἀναμάρτητον, to keep within oneself, keep in mind (a thing, lest it be forgotten (cf. σύν, II:4)): πάντα τά ῤήματα, τό ῤῆμα ἐν τῇ καρδία μου, Theod.; τήν γνώμην παῥ ἑαυτό, Polybius 31,6, 5; (absolutely, Sirach 39:2)).

Greek Monotonic

συντηρέω: μέλ. -ήσω,
1. διατηρώ ή διαφυλάσσω μαζί — Παθ., σε Καινή Διαθήκη
2. καιροφυλακτώ, περιμένω να αρπάξω την ευκαιρία, παραμονεύω, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συντηρέω: τηρῶ ἢ διαφυλάττω καλῶς, ἀσφαλῶς, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 1, 12· ἡ σύγκλητος οὐκ ἐξέφαινε τὴν ἑαυτῆς γνώμην ἀλλὰ συνετήρει παρ’ ἑαυτῇ Πολύβ. 31. 6, 5, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 19. 2) διαφυλάττω, διατηρῶ ὁμοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 3052. 21· ἀλλὰ βάλλουσιν οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς καινούς, καὶ ἀμφότεροι συντηροῦνται, διατηροῦνται, Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 17, κ. Λουκ. ε΄, 38. ― Παθητ., Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 44. 3) παρατηρῶ μετ’ ἀκριβείας, αὐτόθι 6819. 18 4) καιροφυλακῶ, περιμένω εὐκαιρίαν, συντηροῦντα παίειν Πλουτ. Μάρκελλ. 12.

Middle Liddell

fut. ήσω
1. to preserve together: Pass., NTest.
2. to watch one's opportunity, Plut.

Chinese

原文音譯:sunthršw 尋-帖雷哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:共同-保存 相當於: (חָיָה‎) (נְטַר‎)
字義溯源:共同嚴密保存,存,保護,保全,保存,保持;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=一同)與(τηρέω)=防守)組成,其中 (τηρέω)出自(τήρησις)X*=守望)
出現次數:總共(3);太(1);可(1);路(1)
譯字彙編
1) 存(1) 路2:19;
2) 曾保護(1) 可6:20;
3) 都保全了(1) 太9:17