κατασμικρύνω: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2,  ;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> rapetisser, amoindrir ; <i>Pass.</i> devenir plus petit, plus faible;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> rabaisser.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σμικρύνω]].
|btext=<b>1</b> [[rapetisser]], [[amoindrir]] ; <i>Pass.</i> devenir plus petit, plus faible;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> rabaisser.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σμικρύνω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 17:00, 7 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασμῑκρύνω Medium diacritics: κατασμικρύνω Low diacritics: κατασμικρύνω Capitals: ΚΑΤΑΣΜΙΚΡΥΝΩ
Transliteration A: katasmikrýnō Transliteration B: katasmikrynō Transliteration C: katasmikryno Beta Code: katasmikru/nw

English (LSJ)

A lessen, abridge, τὴν τοῦ λόγου σεμνότητα Demetr.Eloc.44, cf. Luc. Gall.14, Porph.Sent.40:—Pass., to be made small, LXX 2 Ki.7.19; become less, Marcellin.Puls.310: metaph., M.Ant.8.36. II = κατασμικρίζω, belittle, κατασμικρῦναι καὶ διαφαυλίσαι Hierocl.p.59 A., cf. Max.Tyr.22.2, Ath.8.359a, Simp.in Epict. p.102 D. III = κατακερματίζω, εἰς λεπτὰ καὶ ἀγεννῆ μόρια Max. Tyr.34.1 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 1379] kleiner, geringer machen, verkleinern, herabsetzen; Ath. VIII, 359 a; τὸ ὄνομα Luc. Gall. 14; Sp. – Pass. schwächer, kleiner werden, M. Ant. 8, 36.

French (Bailly abrégé)

1 rapetisser, amoindrir ; Pass. devenir plus petit, plus faible;
2 fig. rabaisser.
Étymologie: κατά, σμικρύνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατασμικρύνω [κατά, μικρός] verkleinen.

Russian (Dvoretsky)

κατασμῑκρύνω: делать маленьким, уменьшать, умалять (τὸ ὄνομά τινος Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

κατασμῑκρύνω: πολὺ σμικρύνω, ἐλαττώνω, ταπεινῶ, ὑποτιμῶ, κ. τὴν τοῦ λόγου σεμνότητα Δημ. Φαληρ. 44· κ. τὰ περὶ τὴν ὀψωνίαν Ἀθην. 359Α· μὴ κατασμικρύνειν μου τοὔνομα, οὐ γὰρ Σίμων ἀλλὰ Σιμωνίδης ὀνομάζομαι Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκ. 14· κ. καὶ ξηραίνειν Πορφύρ.· κ. καὶ διαφαυλίζειν τὰ τῶν ἄλλων Στοβ. Ἀνθολ. 3. 162, κ. ἀλλ.- Παθ., γίνομαι μικρότερος, σμικρύνομαι, ἐλαττοῦμαι, Μ. Ἀντων. 8. 36.

Greek Monolingual

κατασμικρύνω (AM)
1. ελαττώνω κάτι
2. καταφρονώ, εξευτελίζω
3. κατακερματίζω
4. παθ. κατασμικρύνομαι
γίνομαι μικρότερος.