λοχεῖος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> qui concerne l'accouchement ; τὰ λοχεῖα (χωρία) lieu où se fait l'accouchement;<br /><b>2</b> qui préside aux accouchements (Artémis).<br />'''Étymologie:''' [[λόχος]].
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui concerne l'accouchement]] ; τὰ λοχεῖα (χωρία) lieu où se fait l'accouchement;<br /><b>2</b> qui préside aux accouchements (Artémis).<br />'''Étymologie:''' [[λόχος]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:05, 7 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοχεῖος Medium diacritics: λοχεῖος Low diacritics: λοχείος Capitals: ΛΟΧΕΙΟΣ
Transliteration A: locheîos Transliteration B: locheios Transliteration C: locheios Beta Code: loxei=os

English (LSJ)

α, ον, and ος, ον, A = λόχιος (q.v.), λοχείους ἡμέρας days of thanks for safe delivery, Plu.2.377c; θυέτωσαν… αἱ τὰ λ. ἐκπορευόμεναι καὶ ζωννύμεναι Milet.1(7).204b9; λοχεῖα (sc. χωρία) λιποῦσα having left the place where she bore the child, E.IT1241 (lyr.); cf. λοχαῖος: Subst. λοχεῖα, τά, = λοχεία 1, Hp. Mul.1.29, Ruf. ap. Orib.5.3.16. 2 Λοχεία, ἡ, title of Artemis, = Λοχία, IG9(2).141, 142 (Theb. Phthiot.), Orph.H.36.3, etc.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 qui concerne l'accouchement ; τὰ λοχεῖα (χωρία) lieu où se fait l'accouchement;
2 qui préside aux accouchements (Artémis).
Étymologie: λόχος.

German (Pape)

auch 2 Endg., zum Gebären gehörig, die Gebärende betreffend, Ἄρτεμις λοχεία, welche Beschützerin der Gebärenden und der Geburten ist, Eur. I.T. 1097; Plut. Symp. 3.10.3; τὰς λοχείους ἡμέρας ἑορτάζειν, Dankfest für die Entbindung, Is. et Os. 65; – τὰ λοχεῖα, die Reinigung der Kindbetterinnen nach der Geburt, Hippocr., s. λόχιος.
Bei Eur. I.T. 1241, λοχεῖα κλεινὰ λιποῦσα, der Geburtsort, vgl. El. 656.

Russian (Dvoretsky)

λοχεῖος: и 2 λόχος 8] связанный с родами (τὰς λοχείους ἡμέρας ἑορτάζειν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

λοχεῖος: -α, -ον, καὶ ος, ον, = λόχιος, (ὃ ἴδε), λ. ἡμέραι, ἡμέραι εὐχαριστήριοι δι’ εὐτυχῆ τοκετόν, Πλούτ. 2. 377C· λοχεῖα (ἐξυπ. χωρία) λιποῦσα, ἐγκαταλιποῦσα τὸν τόπον ἔνθα ἔτεκε τὸ παιδίον, Εὐρ. Ι. Τ. 1241· πρβλ. λοχαῖος. 2) ἡ Λοχεία, = ἡ Λοχία, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 35. 3, κτλ.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λοχεῖος, -ία, -ον θηλ. και -ος)
1. ο τόπος όπου γεννά μια μητέρα (α. «λοχεῖα κλεινὰ λιποῦσα» — αφού εγκατέλειψε τον τόπο όπου γέννησε το παιδί, Ευρ.
β. «αἱ λόχειοι ἡμέραι» — μέρες καθιερωμένες για ευχαριστίες ύστερα από ευτυχή τοκετό, Πλούτ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ. (τὰ λοχεῖα
τα λόχια
αρχ.
(το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λοχεία
η Λοχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «τοκετός, γέννημα» + κατάλ. -ειος (πρβλ. οικείος, σπονδείος)].

Greek Monotonic

λοχεῖος: -α, -ον, και λοχεῖος, -ον, = λόχιος, λοχεῖα (ενν. χωρία), τόπος γέννησης, σε Ευρ.

Middle Liddell

λοχεῖος, η, ον = λόχιος, λοχεῖα (sub. χωρία)]
the place of childbirth, Eur.