πρέσβυς: Difference between revisions

m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>voc.</i> πρέσβυ, <i>acc.</i> πρέσβυν ; <i>pl. nom.</i> πρέσβεις;<br /><b>I.</b> <i>adj.</i><br /><b>1</b> [[vieux]], [[âgé]], [[ancien]] ; chef ; οἱ πρέσβεις les anciens, les chefs ; <i>Cp.</i> [[πρεσβύτερος]], <i>qqf pos.</i> [[πρέσβυς]], l'aîné;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> digne de respect, respectable, précieux, cher, considérable (<i>cf. lat.</i> nihil antiquius habere, <i>etc.</i>) : πρεσβύτατον κρίνειν [[τι]] THC juger qch comme très important ; τὰ [[τοῦ]] θεοῦ πρεσβύτερα ποιεῖσθαι ἢ τὰ [[τῶν]] [[ἀνδρῶν]] HDT mettre les choses divines au-dessus des choses humaines ; πρεσβύτερον [[κακόν]] SOPH mal plus considérable, plus grave;<br /><b>II.</b> ὁ [[πρέσβυς]] (<i>gén.</i> πρεσβέως, <i>pl. nom.</i> πρέσβεις) envoyé, député, ambassadeur;<br /><i>Cp.</i> [[πρεσβύτερος]], <i>Sp.</i> πρεσβύτατος, <i>poét.</i> [[πρέσβιστος]].<br />'''Étymologie:''' th. πρεσ- ou πρεισ- de [[πρό]], cf. <i>lat.</i> pris- de priscus ; -βυ pour -γυ de la R. Γα &gt; *Γεν, naître, v. [[γίγνομαι]].
|btext=<i>voc.</i> πρέσβυ, <i>acc.</i> πρέσβυν ; <i>pl. nom.</i> πρέσβεις;<br /><b>I.</b> <i>adj.</i><br /><b>1</b> [[vieux]], [[âgé]], [[ancien]] ; chef ; οἱ πρέσβεις les anciens, les chefs ; <i>Cp.</i> [[πρεσβύτερος]], <i>qqf pos.</i> [[πρέσβυς]], l'aîné;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> digne de respect, respectable, précieux, cher, considérable (<i>cf. lat.</i> nihil antiquius habere, <i>etc.</i>) : πρεσβύτατον κρίνειν [[τι]] THC juger qch comme très important ; τὰ [[τοῦ]] θεοῦ πρεσβύτερα ποιεῖσθαι ἢ τὰ τῶν [[ἀνδρῶν]] HDT mettre les choses divines au-dessus des choses humaines ; πρεσβύτερον [[κακόν]] SOPH mal plus considérable, plus grave;<br /><b>II.</b> ὁ [[πρέσβυς]] (<i>gén.</i> πρεσβέως, <i>pl. nom.</i> πρέσβεις) envoyé, député, ambassadeur;<br /><i>Cp.</i> [[πρεσβύτερος]], <i>Sp.</i> πρεσβύτατος, <i>poét.</i> [[πρέσβιστος]].<br />'''Étymologie:''' th. πρεσ- ou πρεισ- de [[πρό]], cf. <i>lat.</i> pris- de priscus ; -βυ pour -γυ de la R. Γα &gt; *Γεν, naître, v. [[γίγνομαι]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρέσβυς:''' -εως, ὁ, κλητ. <i>πρέσβυ</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μεγάλος]] σε [[ηλικία]] [[άνθρωπος]], Λατ. [[senex]] (στον πεζό λόγο ο [[τύπος]] είναι [[πρεσβύτης]]), σε Σοφ., Ευρ.· ο [[πρέσβυς]] χρησιμ. περισσότερο όπως το [[πρεσβύτερος]], ο μεγαλύτερος σε [[ηλικία]], ο γεροντότερος, σε Αισχύλ.· πληθ. <i>πρέσβεις</i>, οι ηλικιωμένοι, οι γέροντες, πάντα με τη [[σημασία]] του αξιώματος, εννοώντας δηλ. οι άρχοντες, οι ηγεμόνες, στον ίδ.· Επικ. <i>πρέσβηες</i>, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> ο Όμηρ. χρησιμοποιεί μόνο τον συγκρ. και υπερθ.· συγκρ. [[πρεσβύτερος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, μεγαλύτερος, γεροντότερος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Πίνδ., Αττ.· <i>ἐνιαυτῷ</i>, κατά ένα [[έτος]], σε Αριστοφ.· <i>βουλαὶ πρεσβύτεραι</i>, οι σοφές γνώμες των ηλικιωμένων, σε Πίνδ.· υπερθ. <i>πρεσβύτατος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, ο πιο [[μεγάλος]], ο πιο ηλικιωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· ο συγκρ. και υπερθ. λέγεται για πράγματα, <i>πρεσβύτερόν τι</i> (ή <i>οὐδὲν</i>) <i>ἔχειν</i>, Λατ. [[aliquid]] (ή [[nihil]]) antiquius habere, [[θεωρώ]] κάποιον εντιμότερο ή πιο σημαντικό, τὰ τοῦ θεοῦ πρεσβύτερα ποιεῖσθαι ἢ τὰ [[τῶν]] [[ἀνδρῶν]], σε Ηρόδ.· <i>πρεσβύτατον κρίνειν τι</i>, σε Θουκ.· <i>πρεσβυτέρως γυμναστικὴν μουσικῆς τετιμηκέναι</i>, πιο [[υψηλά]] από..., σε Πλάτ.· απ' όπου, [[απλώς]] λέγεται για [[μέγεθος]], <i>πρεσβύτερον κακὸν κακοῦ</i>, το ένα [[κακό]] πιο φοβερό από το [[άλλο]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> όπως [[πρεσβευτής]], [[εκπρόσωπος]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.· πληθ. <i>πρέσβεις</i>, χρησιμ. περισσότερο απ' ότι το <i>πρεσβευταί</i>, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> [[άρχοντας]], [[πρόεδρος]]· συγκρ. [[πρεσβύτερος]], [[πρεσβύτερος]], [[μέλος]] του Ιουδαϊκού συμβουλίου, σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.· [[πρεσβύτερος]] της Εκκλησίας, [[ιερέας]], στο ίδ.
|lsmtext='''πρέσβυς:''' -εως, ὁ, κλητ. <i>πρέσβυ</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μεγάλος]] σε [[ηλικία]] [[άνθρωπος]], Λατ. [[senex]] (στον πεζό λόγο ο [[τύπος]] είναι [[πρεσβύτης]]), σε Σοφ., Ευρ.· ο [[πρέσβυς]] χρησιμ. περισσότερο όπως το [[πρεσβύτερος]], ο μεγαλύτερος σε [[ηλικία]], ο γεροντότερος, σε Αισχύλ.· πληθ. <i>πρέσβεις</i>, οι ηλικιωμένοι, οι γέροντες, πάντα με τη [[σημασία]] του αξιώματος, εννοώντας δηλ. οι άρχοντες, οι ηγεμόνες, στον ίδ.· Επικ. <i>πρέσβηες</i>, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> ο Όμηρ. χρησιμοποιεί μόνο τον συγκρ. και υπερθ.· συγκρ. [[πρεσβύτερος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, μεγαλύτερος, γεροντότερος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Πίνδ., Αττ.· <i>ἐνιαυτῷ</i>, κατά ένα [[έτος]], σε Αριστοφ.· <i>βουλαὶ πρεσβύτεραι</i>, οι σοφές γνώμες των ηλικιωμένων, σε Πίνδ.· υπερθ. <i>πρεσβύτατος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, ο πιο [[μεγάλος]], ο πιο ηλικιωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· ο συγκρ. και υπερθ. λέγεται για πράγματα, <i>πρεσβύτερόν τι</i> (ή <i>οὐδὲν</i>) <i>ἔχειν</i>, Λατ. [[aliquid]] (ή [[nihil]]) antiquius habere, [[θεωρώ]] κάποιον εντιμότερο ή πιο σημαντικό, τὰ τοῦ θεοῦ πρεσβύτερα ποιεῖσθαι ἢ τὰ τῶν [[ἀνδρῶν]], σε Ηρόδ.· <i>πρεσβύτατον κρίνειν τι</i>, σε Θουκ.· <i>πρεσβυτέρως γυμναστικὴν μουσικῆς τετιμηκέναι</i>, πιο [[υψηλά]] από..., σε Πλάτ.· απ' όπου, [[απλώς]] λέγεται για [[μέγεθος]], <i>πρεσβύτερον κακὸν κακοῦ</i>, το ένα [[κακό]] πιο φοβερό από το [[άλλο]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> όπως [[πρεσβευτής]], [[εκπρόσωπος]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.· πληθ. <i>πρέσβεις</i>, χρησιμ. περισσότερο απ' ότι το <i>πρεσβευταί</i>, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> [[άρχοντας]], [[πρόεδρος]]· συγκρ. [[πρεσβύτερος]], [[πρεσβύτερος]], [[μέλος]] του Ιουδαϊκού συμβουλίου, σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.· [[πρεσβύτερος]] της Εκκλησίας, [[ιερέας]], στο ίδ.
}}
}}
{{ls
{{ls