πολυνεικής: Difference between revisions
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πολῠ-νεικής, ές [[νεῖκος]]<br />[[much]]-wrangling, Aesch. | |mdlsjtxt=πολῠ-νεικής, ές [[νεῖκος]]<br />[[much]]-wrangling, Aesch. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[litigious]]=== | |||
Esperanto: procesema; German: [[prozessfreudig]], [[klagefreudig]], [[klagewütig]]; Greek: [[δικομανής]], [[φιλόδικος]]; Ancient Greek: [[ἀηδοποιός]], [[δικανικός]], [[δικαρράφος]], [[ἐγκληματικός]], [[παλίνδικος]], [[πολύδικος]], [[πολυνεικής]], [[φίλαίτιος]], [[φιλεχθής]], [[φιληλιαστής]], [[φιλόδικος]]; Ido: procesema; Latin: [[litigiosus]] | |||
}} | }} |
Revision as of 21:38, 10 December 2022
English (LSJ)
ές, much-wrangling, Id.Th.830 (anap.): freq. as pr. n. Πολυνείκης, ὁ, on which the Trag. are fond of playing, ib.578,658, al.
German (Pape)
[Seite 667] ές, viel streitend, Aesch. Spt. 812.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui aime les querelles.
Étymologie: πολύς, νεῖκος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυνεικής -ές [πολύς, νεῖκος] twistziek.
Russian (Dvoretsky)
πολυνεικής: любящий ссоры, воинственный (πολέμαρχοι Aesch.).
Greek Monolingual
-ές, και ως κύριο όν. Πολυνείκης, ό Α
1. ο πολύ εριστικός
2. ως κύριο όν. Πολυνείκης
γιος του Οιδίποδος και της Ιοκάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -νεικής (< νεῖκος, τὸ «έριδα, φιλονικία»), πρβλ. αμφι-νεικής].
Greek Monotonic
πολῠνεικής: -ές (νεῖκος), αυτός που είναι πολύ εριστικός, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠνεικής: -ές, ὁ πολὺ ἐριστικός, φιλόνεικος, φίλερις, Αἰσχύλ. Θήβ. 830· ― συχν. ὡς κύριον ὄνομα, Πολυνείκης, ὁ, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὀνόματος οἱ τραγικοὶ ἀγαπῶσι νὰ παίζωσιν ἐτυμολογοῦντες αὐτό, αὐτόθι 658 κ. ἀλλ.
Middle Liddell
πολῠ-νεικής, ές νεῖκος
much-wrangling, Aesch.
Translations
litigious
Esperanto: procesema; German: prozessfreudig, klagefreudig, klagewütig; Greek: δικομανής, φιλόδικος; Ancient Greek: ἀηδοποιός, δικανικός, δικαρράφος, ἐγκληματικός, παλίνδικος, πολύδικος, πολυνεικής, φίλαίτιος, φιλεχθής, φιληλιαστής, φιλόδικος; Ido: procesema; Latin: litigiosus