ἀρχέστατος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρχέστατος''': λέγεται ὅτι ἀνώμαλ. ὑπερθ. τοῦ [[ἀρχαῖος]], ἀρχαιότατος, Ἐτυμ. Μ. 31, 5· (Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 186)· ἀλλ’ ὁ Λοβ. ἐν Παραλειπ. 81 ἀντ’ [[αὐτοῦ]] προτείνει ἀρχέστρατος (τῆς Κρήτης), πρβλ. Ὀδ. Τ. 181, κἑξ.· ἴδε καὶ τὴν λέξιν [[ἀρχαῖος]] IV.
|lstext='''ἀρχέστατος''': λέγεται ὅτι ἀνώμαλ. ὑπερθ. τοῦ [[ἀρχαῖος]], ἀρχαιότατος, Ἐτυμ. Μ. 31, 5· (Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 186)· ἀλλ’ ὁ Λοβ. ἐν Παραλειπ. 81 ἀντ’ αὐτοῦ προτείνει ἀρχέστρατος (τῆς Κρήτης), πρβλ. Ὀδ. Τ. 181, κἑξ.· ἴδε καὶ τὴν λέξιν [[ἀρχαῖος]] IV.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρχέστατος]], ο (Α)<br />ο [[πάρα]] πολύ [[αρχαίος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρχε</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στατος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ίστημι]]].
|mltxt=[[ἀρχέστατος]], ο (Α)<br />ο [[πάρα]] πολύ [[αρχαίος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρχε</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στατος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ίστημι]]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 11 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχεστατος Medium diacritics: ἀρχέστατος Low diacritics: αρχέστατος Capitals: ΑΡΧΕΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: archéstatos Transliteration B: archestatos Transliteration C: archestatos Beta Code: a)rxestatos

English (LSJ)

irreg. Sup. of ἀρχαῖος, most ancient, A.Fr.187.

Spanish (DGE)

v. ἀρχαῖος.

German (Pape)

[Seite 365] Aesch. frg. 173, der älteste.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχέστατος: Aesch. superl. к ἀρχαῖος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχέστατος: λέγεται ὅτι ἀνώμαλ. ὑπερθ. τοῦ ἀρχαῖος, ἀρχαιότατος, Ἐτυμ. Μ. 31, 5· (Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 186)· ἀλλ’ ὁ Λοβ. ἐν Παραλειπ. 81 ἀντ’ αὐτοῦ προτείνει ἀρχέστρατος (τῆς Κρήτης), πρβλ. Ὀδ. Τ. 181, κἑξ.· ἴδε καὶ τὴν λέξιν ἀρχαῖος IV.

Greek Monolingual

ἀρχέστατος, ο (Α)
ο πάρα πολύ αρχαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχε- + -στατος < ίστημι].