σκυλάκι: Difference between revisions

From LSJ

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source
(37)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[σκυλάκιον]], ΝΑ [[σκύλαξ]], -<i>ακος</i>]<br />μικρό [[σκυλί]], [[νεογνό]] σκύλου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] τών ελληνικών ειδών τών καλλωπιστικών [[φυτών]] αντίρρινο, [[δελφίνιο]], [[κυκλάμινο]] και [[οφρύς]], λόγω της εξωτερικής ομοιότητας τών ανθέων τους με το [[κεφάλι]] μικρού σκύλου<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του ψαριού [[σκυλιόρρινος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νεογνό]] οποιουδήποτε ζώου<br /><b>2.</b> [[είδος]] κολλυρίου.
|mltxt=το / [[σκυλάκιον]], ΝΑ [[σκύλαξ]], -<i>ακος</i>]<br />μικρό [[σκυλί]], [[νεογνό]] σκύλου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] τών ελληνικών ειδών τών καλλωπιστικών [[φυτών]] αντίρρινο, [[δελφίνιο]], [[κυκλάμινο]] και [[οφρύς]], λόγω της εξωτερικής ομοιότητας τών ανθέων τους με το [[κεφάλι]] μικρού σκύλου<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του ψαριού [[σκυλιόρρινος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νεογνό]] οποιουδήποτε ζώου<br /><b>2.</b> [[είδος]] κολλυρίου.
}}
{{trml
|trtx====[[snapdragon]]===
Arabic: أَنْف الْعِجْل‎; Bengali: গুল ময়মন; Bulgarian: кученце; Burmese: ကျားပါးစပ်; Chinese Mandarin: 金魚草, 金鱼草; Czech: hledík; Danish: løvemund; Dutch: [[leeuwenbek]]; Esperanto: antirino, leonfaŭko, lupfaŭko; Estonian: lõvilõug; Finnish: leijonankita; French: [[gueule-de-loup]]; German: [[Löwenmäulchen]], [[Löwenmäuler]]; Greek: [[σκυλάκι]]; Ancient Greek: [[ἀνάρρινον]], [[ἀντίρρινον]], [[ἀντίρριζον]], [[βουκράνιον]], [[βούρινον]], [[κυνοκεφαλίδιον]], [[κυνοκεφάλιον]], [[ὀσιρίτης]]; Hebrew: לֹעַ הָאֲרִי‎; Hungarian: oroszlánszáj, tátika; Hunsrik: Leebmeilche; Irish: antairíneam; Italian: [[bocca di leone]]; Kazakh: есінек; Lithuanian: žioveinis; Macedonian: зјајка, зејка; Navajo: shį́náldzidí; Norman: dgeule-dé-lion; Old English: hundeshéafod; Persian: گل میمون‎; Polish: lwia paszcza, wyżlin; Portuguese: [[boca-de-leão]], [[boca-de-lobo]], [[antirrino]], [[erva-bezerra]]; Romanian: gura-leului; Russian: [[львиный зев]]; Spanish: [[boca de dragón]]; Swedish: lejongap; Turkish: aslanağzı; Welsh: trwyn y llo, safn y llew, ceg fy nain, pen ci bach
}}
}}

Latest revision as of 10:51, 21 December 2022

Greek Monolingual

το / σκυλάκιον, ΝΑ σκύλαξ, -ακος]
μικρό σκυλί, νεογνό σκύλου
νεοελλ.
1. βοτ. κοινή ονομασία τών ελληνικών ειδών τών καλλωπιστικών φυτών αντίρρινο, δελφίνιο, κυκλάμινο και οφρύς, λόγω της εξωτερικής ομοιότητας τών ανθέων τους με το κεφάλι μικρού σκύλου
2. ζωολ. κοινή ονομασία του ψαριού σκυλιόρρινος
αρχ.
1. νεογνό οποιουδήποτε ζώου
2. είδος κολλυρίου.

Translations

snapdragon

Arabic: أَنْف الْعِجْل‎; Bengali: গুল ময়মন; Bulgarian: кученце; Burmese: ကျားပါးစပ်; Chinese Mandarin: 金魚草, 金鱼草; Czech: hledík; Danish: løvemund; Dutch: leeuwenbek; Esperanto: antirino, leonfaŭko, lupfaŭko; Estonian: lõvilõug; Finnish: leijonankita; French: gueule-de-loup; German: Löwenmäulchen, Löwenmäuler; Greek: σκυλάκι; Ancient Greek: ἀνάρρινον, ἀντίρρινον, ἀντίρριζον, βουκράνιον, βούρινον, κυνοκεφαλίδιον, κυνοκεφάλιον, ὀσιρίτης; Hebrew: לֹעַ הָאֲרִי‎; Hungarian: oroszlánszáj, tátika; Hunsrik: Leebmeilche; Irish: antairíneam; Italian: bocca di leone; Kazakh: есінек; Lithuanian: žioveinis; Macedonian: зјајка, зејка; Navajo: shį́náldzidí; Norman: dgeule-dé-lion; Old English: hundeshéafod; Persian: گل میمون‎; Polish: lwia paszcza, wyżlin; Portuguese: boca-de-leão, boca-de-lobo, antirrino, erva-bezerra; Romanian: gura-leului; Russian: львиный зев; Spanish: boca de dragón; Swedish: lejongap; Turkish: aslanağzı; Welsh: trwyn y llo, safn y llew, ceg fy nain, pen ci bach