λεπίζω: Difference between revisions
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=peler, écailler, écorcer.<br />'''Étymologie:''' [[λεπίς]]. | |btext=[[peler]], [[écailler]], [[écorcer]].<br />'''Étymologie:''' [[λεπίς]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:30, 8 January 2023
English (LSJ)
(λέπος) A peel off the husk, skin or bark, mostly in Pass., Antiph. 217.10 (codd. Ath.), Thphr.HP9.2.7, Arist.Mir.830a15 (s.v.l.), Ph.Bel.88.45, Dsc.1.36; of the tongue, Aët.8.40:—Act. in LXX Ge. 30.37, al. II (λεπίς) strip an object of its covering of metal plates, Plb.22.4.7, 10.27.11 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 29] schälen, die Schale, Rinde od. Haut abziehen, Pol. 10, 27, 11. 23, 2, 7 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
peler, écailler, écorcer.
Étymologie: λεπίς.
Russian (Dvoretsky)
λεπίζω: снимать кожу, обдирать, pass. сдираться Arst., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
λεπίζω: (λέπος) ἀφαιρῶ τὸν φλοιόν, «ξεφλουδίζω», Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 10, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 3. 13, 1· ἐνεργ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Γεν. Λ΄ 37, κ. ἀλλ.)· ― μεταφορ., Πολύβ. 10. 27, 11.
Greek Monolingual
(I)
λεπίζω (AM) λέπος
αφαιρώ το δέρμα ή τον φλοιό, ξεφλουδίζω, γδέρνω («ἔλαβε... ῥάβδον στυρακίνην χλωρὰν καὶ καρυΐνην... καὶ ἐλέπισεν αὐτάς», ΠΔ).
(II)
λεπίζω (Α) λεπίς
αφαιρώ τις μεταλλικές λεπίδες με τις οποίες είναι διακοσμημένο ένα αντικείμενο («τούτων δὲ τὰ μὲν πλεῖστα συνέβη λεπισθῆναι κατὰ τὴν Ἀλεξάνδρου... ἔφοδον», Πολ.).