λογχήρης: Difference between revisions
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />armé d'une lance.<br />'''Étymologie:''' [[λόγχη]], ἄρω. | |btext=ης, ες:<br />[[armé d'une lance]].<br />'''Étymologie:''' [[λόγχη]], ἄρω. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:55, 8 January 2023
English (LSJ)
ες, armed with a spear, λ. ἀσπισταί with spear and shield, E.IA1067 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
armé d'une lance.
Étymologie: λόγχη, ἄρω.
German (Pape)
ες, mit einer Lanze versehen, Lanzenträger, Eur. I.A. 1067.
Russian (Dvoretsky)
λογχήρης: вооруженный копьем (ἀσπιστής Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
λογχήρης: -ες, ὡπλισμένος διὰ λόγχης, λ. ἀσπιστής, ἔχω λόγχην καὶ ἀσπίδα, Εὐρ. Ι. Α. 1067.
Greek Monolingual
-ες (AM λογχήρης, -ες)
οπλισμένος με λόγχη, λογχοφόρος («ἤξει χθόνα λογχήρεσι... ἀσπισταῑς», Ευρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + επίθ. -ήρης (I) (< ἀραρίσκω «συνδέω»), πρβλ. ξιφήρης.
Greek Monotonic
λογχήρης: -ες (ἄρω), οπλισμένος με λόγχη, δορυφόρος, σε Ευρ.