τετραετία: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />durée de quatre ans.<br />'''Étymologie:''' [[τετραετής]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />[[durée de quatre ans]].<br />'''Étymologie:''' [[τετραετής]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 15:00, 8 January 2023
English (LSJ)
ἡ, term of four years, Thphr.CP3.7.7, Plu.Pomp.55, IG22.333c17 (iv B.C.), 9(1).12.10 (Ambryssus, iii A.D., where τετραετ[εί]ᾳ).
German (Pape)
[Seite 1097] ἡ, eine Zeit von vier Jahren, Plut. Luc. 20.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
durée de quatre ans.
Étymologie: τετραετής.
Russian (Dvoretsky)
τετρᾰετία: ἡ четырехлетие Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τετραετία: ἡ, περίοδος χρονικὴ τεσσάρων ἐτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 7, Πλουτ. Πομπ. 55, κλπ.
Greek Monolingual
η, ΝΑ τετραετής
χρονική περίοδος τεσσάρων ετών (α. «χρημάτισε υπουργός μια ολόκληρη τετραετία» β. «τὰς ἐπαρχίας ἔχειν εἰς ἄλλην τετραετίαν», Πλούτ.).
Greek Monotonic
τετραετία: ἡ, χρονική περίοδος τεσσάρων ετών, σε Πλούτ.