κτύπημα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, , $4.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />bruit produit par un choc, bruit retentissant, fracas.<br />'''Étymologie:''' [[κτυπέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />[[bruit produit par un choc]], [[bruit retentissant]], [[fracas]].<br />'''Étymologie:''' [[κτυπέω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 19:41, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτῠπημα Medium diacritics: κτύπημα Low diacritics: κτύπημα Capitals: ΚΤΥΠΗΜΑ
Transliteration A: ktýpēma Transliteration B: ktypēma Transliteration C: ktypima Beta Code: ktu/phma

English (LSJ)

ατος, τό, = κτύπος, βροντῆς Critias 25.32 D.; κ. τυμπάνων D.C.51.17, cf. Jul.Or.7.220b; κ. χειρός E.Andr.1211 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1520] τό, das durch Schlagen, Stampfen und dgl. hervorgebrachte Geräusch, Getöse, Krachen; βροντῆς Critias bei Sext. Emp. adv. phys. 1, 54; τυμπάνων D. Cass. 51, 17. – Bei Eur., οὐκ ἐπιθήσομαι δ' ἐμῷ κάρᾳ κτύπημα χειρὸς ὀλοόν, Andr. 1212, von dem Schlagen als Zeichen der Trauer.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
bruit produit par un choc, bruit retentissant, fracas.
Étymologie: κτυπέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτύπημα -τος, τό [κτυπέω] dreun, slag.

Russian (Dvoretsky)

κτύπημα: ατος τό стук, удар: ἐπιτίθεσθαι κάρᾳ κ. χειρός Eur. (в отчаянии) бить себя рукой по голове; κ. βροντῆς Sext. удар грома.

Greek (Liddell-Scott)

κτύπημα: ῠ, τό, = κτύπος, βροντῆς Κριτίας 9. 32· κτ. τυμπάνων Δίων Κ. 51. 17· κτ. χειρὸς Εὐρ. Ἀνδ. 1212· ἴδε κτύπος ἐν τέλ.

Greek Monolingual

και χτύπημα, το (AM κτύπημα) κτυπώ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κτυπώ, ήχος, κτύπος, κρότος, θόρυβος που προέρχεται από πλήγμα, κρούση, σύγκρουση κ.λπ. (α. «το κτύπημα της καμπάνας τον ξύπνησε» β. «κτύπημα τυμπάνων και κυμβάλων», Δίων Κ.
2. (για άνθρωπο που θρηνεί και χτυπιέται) κοπετός, κτύπημα του στήθους ή της κεφαλής («οὐκ ἐπιθήσομαι κάρᾳ κτύπημα χειρὸς ὀλοόν», Ευρ.)
νεοελλ.
1. συνεκδ. το μέρος που χτυπήθηκε, το σημάδι της πληγής («έχει δύο χτυπήματα στο κεφάλι»)
2. μτφ. ηθικό πλήγμα, απροσδόκητο δυστύχημα, ξαφνική συμφορά («μεγάλο χτύπημα ο θάνατος του πατέρα»)
3. (λογιστ.) η σημείωση ενός διακριτικού σημείου εμπρός από κάθε ελεγχόμενο αριθμό κατά την αντιπαραβολή τών ποσών ενός λογαριασμού, το τσεκάρισμα, ο έλεγχος
4. σφοδρή επίθεση, προσβολή («ο εχθρός οπισθοχώρησε με το πρώτο κτύπημα»
μσν.
(για νερό) ροή, επαφή με νερό («εἰς τὰ δροσερά κτυπήματα τοῦ ὕδατος»).

Greek Monotonic

κτύπημα: [ῠ], -ατος, τό = κτύπος, χειρός, σε Ευρ.

Middle Liddell

κτῠ́πημα, ατος, τό, = κτύπος
κτ. χειρός Eur.