προσχαρίζομαι: Difference between revisions
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
m (Text replacement - "τινι" to "τινι") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=[[complaire à]], | |btext=[[complaire à]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[χαρίζομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 19:50, 8 January 2023
English (LSJ)
A gratify or satisfy, τῇ γαστρί X.Oec.13.9; stretch a point in one's favour, BGU1141.30 (i B.C.), Luc.DMeretr.9.5; concede the truth of, τοῖς Θετταλοῖς μυθώδεις λόγους Str.7.7.12. II gratify besides, Ath.Naucr. ap. Ath.5.211b. III sacrifice something for the sake of something, τῶν πτερυγωμάτων τι τῇ μήτρᾳ Sor. 2.89.
German (Pape)
[Seite 789] dep. med., zu Gefallen thun, willfahren; τῇ γαστρί, Xen. Oec. 13, 9; Sp., τί τινι, Luc. D. Meretr. 9, 5. dep. med., zu Gefallen thun, willfahren; τῇ γαστρί, Xen. Oec. 13, 9; Sp., τί τινι, Luc. D. Meretr. 9, 5.
French (Bailly abrégé)
complaire à, τινι.
Étymologie: πρός, χαρίζομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-χᾰρίζομαι tevreden stellen.
Russian (Dvoretsky)
προσχαρίζομαι: угождать (τῇ γαστρί Xen.): π. τινί τι Luc. исполнять чье-л. желание.
Greek Monolingual
ΜΑ
κάνω κάτι για χάρη κάποιου
/ αρχ.
1. χαρίζω κάτι σε κάποιον ή ικανοποιώ κάποιον («τῇ... γαστρὶ αὐτῶν ἐπὶ ταῖς ἐπιθυμίαις προσχαριζόμενος», Ξεν.)
2. αποδέχομαι την αλήθεια κάποιου («Θετταλοῖς μυθώδεις λόγους προσχαριζόμενος... φησίν», Στράβ.)
3. δωρίζω κάτι επί πλέον σε κάποιον
4. θυσιάζω κάτι για χάρη κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + χαρίζομαι (< χάρις)].
Greek Monotonic
προσχᾰρίζομαι: αποθ., κάνω για χάρη κάποιου, τινί, σε Ξεν.· τινί τι, δωρίζω επιπλέον, σε Στράβ.
Greek (Liddell-Scott)
προσχᾰρίζομαι: ἀποθ., χαρίζομαι προσέτι, τῇ γαστρὶ Ξεν. Οικ. 3. 9· τινί τι, δωροῦμαι προσέτι, Στράβ. 329, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλογ. 9. 5, Ἀθήν. 211, κτλ.
Middle Liddell
Dep. to gratify or satisfy besides, τινί Xen.; τινί τι to give freely besides, Strab.