ταυροπάτωρ: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />qui a pour père un taureau.<br />'''Étymologie:''' [[ταῦρος]], [[πατήρ]]. | |btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />[[qui a pour père un taureau]].<br />'''Étymologie:''' [[ταῦρος]], [[πατήρ]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:05, 9 January 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ορος, ὁ, ἡ, sprung from a bull, of bees, Theoc. Syrinx 3.
German (Pape)
[Seite 1074] ορος, einen Stier zum Vater habend, Syrinx, Theocr. syr. (XV, 21).
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
qui a pour père un taureau.
Étymologie: ταῦρος, πατήρ.
Russian (Dvoretsky)
ταυροπάτωρ: ορος (πᾰ) adj. порожденный быком Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ταυροπάτωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, ἐκ τοῦ ταύρου γεννηθείς, λαβὼν τὴν ζωήν, ἐπὶ μελισσῶν, Θεοκρ. Σῦριγξ ἐν Ἀνθ. Π. 15. 21· πρβλ. Οὐεργ. Γεωργ. 4. 554 κἑξ.
Greek Monolingual
-ορος, ό, ἡ, Α
(για τις μέλισσες) αυτός που γεννήθηκε από ταύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. πατροπάτωρ.
Greek Monotonic
ταυροπάτωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ, ἡ (πατήρ), γεννημένος από ταύρο, λέγεται για τις μέλισσες, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
τᾰυρο-πάτωρ, ορος, ὁ, ἡ, πατήρ
sprung from a bull, of bees, Theocr.