ἀνηγέομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br />passer en revue, énumérer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἡγέομαι]].
|btext=-οῦμαι;<br />[[passer en revue]], [[énumérer]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἡγέομαι]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:55, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνηγέομαι Medium diacritics: ἀνηγέομαι Low diacritics: ανηγέομαι Capitals: ΑΝΗΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: anēgéomai Transliteration B: anēgeomai Transliteration C: anigeomai Beta Code: a)nhge/omai

English (LSJ)

Dor. ἀνᾱγ-, A relate, rehearse, Pi.N.10.19, cf. I.6(5).56, Hdt.5.4. 2 intr., ἀ. πρόσφορος ἐν Μοισᾶν δίφρῳ advance worthily in the Muses' car, Pi.O.9.80.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór., beoc. ἀναγέομαι Pi.O.9.80, IG 7.2466.7 (Tebas II a.C.)
I avanzar, conducir εἴην εὑρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι πρόσφορος ἐν Μοισᾶν δίφρῳ Pi.l.c.
part. ἀναγεόμενος conductor, jefe de un cuerpo de jinetes τῶν Ταραντίνων IG l.c.
II 1narrar βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ' Pi.N.10.19, πάσας ἀρετάς Pi.I.6.56, cf. Hdt.5.4.
2 tratar con alguien, hablar con alguno ἀνηγεῖσθαί σοι περὶ τούτου POxy.292.8 (I d.C.).

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
passer en revue, énumérer.
Étymologie: ἀνά, ἡγέομαι.

German (Pape)

hererzählen, Pind. N. 10.19; ἀρετάς I. 5.53; Her. 5.4; – ἐν δίφρῳ μοισᾶν, auf dem Wagen daherziehen, Pind. Ol. 9.81.

Russian (Dvoretsky)

ἀνηγέομαι: дор. ἀνᾱγέομαι
1 обозревать, перечислять (ἀρετάς Pind.; τὰ ἀθρωπήϊα πάθεα Her. - v.l. ἀπηγέομαι);
2 продвигаться, следовать (ἐν Μοισᾶν δίφρῳ Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνηγέομαι: μέλλ. -ήσομαι: - Ἀποθ., διηγοῦμαι, βραχύ μοι στόμα πάντ’ ἀναγήσασθ’ Πινδ. Ν. 10. 35, Ἡρόδ. 5.4 (ἔνθα ἄλλοι ἔχουσιν ἀπηγ-)· πρβλ. διεξηγέομαι. 2) ἀμετάβ., εἴην εὑρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι πρόσφορος ἐν Μοισᾶν δίφρῳ, νὰ προβαίνω ἐπαξίως ἐν τῷ δίφρῳ τῶν Μουσῶν, Πινδ. Ο. 9. 120.

Greek Monotonic

ἀνηγέομαι: Δώρ. ἀνᾶγ- μέλ. -ήσομαι, αποθ.,
1. μιλώ όπως σε διήγηση, αφηγούμαι, απαριθμώ, συσχετίζω, σε Πίνδ., Ηρόδ.
2. αμτβ., προβαίνω, σε Πίνδ.

Middle Liddell


1. Dep. to tell as in a narrative, relate, recount, Pind., Hdt.
2. intr. to advance, Pind.