decisión: Difference between revisions
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[αἶσα]], [[ἀξίωμα]], [[ἀπόκρισις]], [[ἀπόφασις]], [[βούλευμα]], [[βούλημα]], [[βούλησις]], [[βουλιτία]], [[βραβεία]], [[βράβευμα]], [[γνώμη]], [[γνῶσις]], [[δέκρητον]], [[διαβούλιον]], [[διαγνώμη]], [[διαγνωρισμός]], [[διάγνωσις]], [[διαδικασία]], [[διάκρισις]], [[διάληψις]], [[διόρισις]], [[δόγμα]], [[δόκημα]], [[δόκησις]], [[ἔγκρισις]], [[ἐκδικία]], [[ἐπίγνωσις]], [[θελημοσύνη]], [[κρίμα]], [[κρῖμα]], [[κρίσις]], [[ὅρος]], [[ψήφισμα]], [[Ϝαδά]] | |sltx=[[αἶσα]], [[ἀξίωμα]], [[ἀπόκρισις]], [[ἀπόφασις]], [[βούλευμα]], [[βούλημα]], [[βούλησις]], [[βουλιτία]], [[βραβεία]], [[βράβευμα]], [[γνώμη]], [[γνῶσις]], [[δέκρητον]], [[διαβούλιον]], [[διαγνώμη]], [[διαγνωρισμός]], [[διάγνωσις]], [[διαδικασία]], [[διάκρισις]], [[διάληψις]], [[διάλημψις]], [[διόρισις]], [[δόγμα]], [[δόκημα]], [[δόκησις]], [[ἔγκρισις]], [[ἐκδικία]], [[ἐπίγνωσις]], [[θελημοσύνη]], [[κρίμα]], [[κρῖμα]], [[κρίσις]], [[ὅρος]], [[ψήφισμα]], [[Ϝαδά]] | ||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 17 February 2023
Spanish > Greek
αἶσα, ἀξίωμα, ἀπόκρισις, ἀπόφασις, βούλευμα, βούλημα, βούλησις, βουλιτία, βραβεία, βράβευμα, γνώμη, γνῶσις, δέκρητον, διαβούλιον, διαγνώμη, διαγνωρισμός, διάγνωσις, διαδικασία, διάκρισις, διάληψις, διάλημψις, διόρισις, δόγμα, δόκημα, δόκησις, ἔγκρισις, ἐκδικία, ἐπίγνωσις, θελημοσύνη, κρίμα, κρῖμα, κρίσις, ὅρος, ψήφισμα, Ϝαδά