τυμπανόδουπος: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
m (pape replacement)
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=τυμπᾰνόδουπος
|Full diacritics=τῠμπᾰνόδουπος
|Medium diacritics=τυμπανόδουπος
|Medium diacritics=τυμπανόδουπος
|Low diacritics=τυμπανόδουπος
|Low diacritics=τυμπανόδουπος

Revision as of 16:13, 2 March 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠμπᾰνόδουπος Medium diacritics: τυμπανόδουπος Low diacritics: τυμπανόδουπος Capitals: ΤΥΜΠΑΝΟΔΟΥΠΟΣ
Transliteration A: tympanódoupos Transliteration B: tympanodoupos Transliteration C: tympanodoupos Beta Code: tumpano/doupos

English (LSJ)

ον, sounding with drums, Orph.H.14.3.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπᾰνόδουπος: -ον, ὁ ἠχῶν διὰ τῆς κρούσεως τυμπάνων, Ὀρφ. Ὕμν. 13. 3.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ηχεί με την κρούση τυμπάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + δοῦπος (πρβλ. ασπιδό-δουπος)].

German (Pape)

mit Pauken lärmend, von Pauken umlärmt, Orph. H. 13.3.