ροδόστερνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
(36)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] της Ίσιδος) αυτή που έχει ρόδινο [[στέρνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥόδον]] <span style="color: red;">+</span> [[στέρνον]] (<b>πρβλ.</b> <i>δασύ</i>-<i>στερνος</i>, <i>ευρύ</i>-<i>στερνος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] της Ίσιδος) αυτή που έχει ρόδινο [[στέρνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥόδον]] <span style="color: red;">+</span> [[στέρνον]] (<b>πρβλ.</b> [[δασύστερνος]], [[ευρύστερνος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:20, 8 May 2023

Greek Monolingual

-ον, Α
(ως προσωνυμία της Ίσιδος) αυτή που έχει ρόδινο στέρνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + στέρνον (πρβλ. δασύστερνος, ευρύστερνος)].