ροδόστερνος: Difference between revisions
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
(36) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] της Ίσιδος) αυτή που έχει ρόδινο [[στέρνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥόδον]] <span style="color: red;">+</span> [[στέρνον]] (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=-ον, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] της Ίσιδος) αυτή που έχει ρόδινο [[στέρνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥόδον]] <span style="color: red;">+</span> [[στέρνον]] (<b>πρβλ.</b> [[δασύστερνος]], [[ευρύστερνος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:20, 8 May 2023
Greek Monolingual
-ον, Α
(ως προσωνυμία της Ίσιδος) αυτή που έχει ρόδινο στέρνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + στέρνον (πρβλ. δασύστερνος, ευρύστερνος)].