πολισσούχος: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(33)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[πολίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολιούχος]] («ὦ Ζεῦ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῦχοι θεοί», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που κατοικεί σε [[πόλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[δυσερμήνευτος]] τ. [[πολισσοῦχος]] [[είναι]] πιθ. ποιητ. [[αντί]] του [[πολιοῦχος]] και έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[πολισσόος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολισσο</i>-[[νόμος]])].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[πολίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολιούχος]] («ὦ Ζεῦ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῦχοι θεοί», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που κατοικεί σε [[πόλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[δυσερμήνευτος]] τ. [[πολισσοῦχος]] [[είναι]] πιθ. ποιητ. [[αντί]] του [[πολιοῦχος]] και έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[πολισσόος]] ([[πρβλ]]. [[πολισσονόμος]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:08, 8 May 2023

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
πολίτης
αρχ.
1. πολιούχος («ὦ Ζεῦ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῦχοι θεοί», Αισχύλ.)
2. αυτός που κατοικεί σε πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο δυσερμήνευτος τ. πολισσοῦχος είναι πιθ. ποιητ. αντί του πολιοῦχος και έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά προς το πολισσόος (πρβλ. πολισσονόμος)].