υψίνους: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
(44)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν / ὑψίνους, -ουν, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. [[ὑψίνοος]], -ον, Α<br />[[υψηλόφρων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το υψίνουν</i><br />[[υψίνοια]], [[υψηλοφροσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-[[νους]])].
|mltxt=-ουν / ὑψίνους, -ουν, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. [[ὑψίνοος]], -ον, Α<br />[[υψηλόφρων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το υψίνουν</i><br />[[υψίνοια]], [[υψηλοφροσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] ([[πρβλ]]. [[πολύνους]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:09, 8 May 2023

Greek Monolingual

-ουν / ὑψίνους, -ουν, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. ὑψίνοος, -ον, Α
υψηλόφρων
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το υψίνουν
υψίνοια, υψηλοφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + νόος / νοῦς (πρβλ. πολύνους)].