ὀπαδός: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "Trach" to "Trach") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[ᾱ], ion. und ep. [[ὀπηδός]] ([[ὀπάζω]]), <i>[[geleitend]], [[mitgehend]], [[folgend]]</i>, als subst. <i>der [[Begleiter]]</i>; [[ὀπηδός]] τινι, <i>H.h. Merc</i>. 450, und τινός, ἀρετᾶν δεξιωτάταν ὀπαδόν, Pind. <i>N</i>. 3.8; Aesch. <i>Suppl</i>. 1001; βέβακεν [[ὄψις]] οὐ μεθύστερον πτεροῖν ὀπαδοῖς ὕπνου κελεύθοις, <i>Ag</i>. 414; <i>[[Begleiter]], [[Diener]]</i>, Soph. <i> | |ptext=[ᾱ], ion. und ep. [[ὀπηδός]] ([[ὀπάζω]]), <i>[[geleitend]], [[mitgehend]], [[folgend]]</i>, als subst. <i>der [[Begleiter]]</i>; [[ὀπηδός]] τινι, <i>H.h. Merc</i>. 450, und τινός, ἀρετᾶν δεξιωτάταν ὀπαδόν, Pind. <i>N</i>. 3.8; Aesch. <i>Suppl</i>. 1001; βέβακεν [[ὄψις]] οὐ μεθύστερον πτεροῖν ὀπαδοῖς ὕπνου κελεύθοις, <i>Ag</i>. 414; <i>[[Begleiter]], [[Diener]]</i>, Soph. <i>Trach</i>. 1254; Eur. <i>Hipp</i>. 1151 und [[öfter]]; auch αἱ ὀπαδοί <i>Alc</i>. 134; Soph. nennt auch die [[Artemis]] πυκνοστίκτων ὀπαδὸν ἐλάφων, <i>die [[Verfolgerin]], O.C</i>. 1094 (vgl. [[ὀπάζω]]); auch [[einzeln]] in [[Prosa]], Plat. <i>Phil</i>. 63e, <i>Phaedr</i>. 252c und Sp., wie Luc. <i>Dem. enc</i>. 50; auch σταγὼν [[σπονδῖτις]] ὀπηδὸς θυέεσσι, Gaetul. 3 (VI.190). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 06:00, 9 May 2023
English (LSJ)
v. ὀπηδός.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ, ἡ)
1 suivant, suivante;
2 qui poursuit, gén..
Étymologie: cf. ἕπομαι.
German (Pape)
[ᾱ], ion. und ep. ὀπηδός (ὀπάζω), geleitend, mitgehend, folgend, als subst. der Begleiter; ὀπηδός τινι, H.h. Merc. 450, und τινός, ἀρετᾶν δεξιωτάταν ὀπαδόν, Pind. N. 3.8; Aesch. Suppl. 1001; βέβακεν ὄψις οὐ μεθύστερον πτεροῖν ὀπαδοῖς ὕπνου κελεύθοις, Ag. 414; Begleiter, Diener, Soph. Trach. 1254; Eur. Hipp. 1151 und öfter; auch αἱ ὀπαδοί Alc. 134; Soph. nennt auch die Artemis πυκνοστίκτων ὀπαδὸν ἐλάφων, die Verfolgerin, O.C. 1094 (vgl. ὀπάζω); auch einzeln in Prosa, Plat. Phil. 63e, Phaedr. 252c und Sp., wie Luc. Dem. enc. 50; auch σταγὼν σπονδῖτις ὀπηδὸς θυέεσσι, Gaetul. 3 (VI.190).
Russian (Dvoretsky)
ὀπᾱδός: эп.-ион. ὀπηδός ὁ и ἡ
1 спутник или спутница (τινος и τινι Anth., Trag., Plat.): νυκτὸς ὀπαδοί Theocr. (звезды) спутницы ночи;
2 проводник, провожатый или проводница, провожатая (τέκνων Eur.);
3 слуга или служанка Trag.;
4 преследователь(ница) (ἐλάφων Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀπᾱδός: -όν, Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ τοῦ Ἰων. ὀπηδός, (ὅπερ δὲν ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ., ἄν καὶ δυνάμεθα νὰ εἰκάσωμεν αὐτὸ ἐν τοῦ ῥήμ. ὀπηδέω), πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 26, Λοβ. εἰς Φρύν. 431. - Ὁ συνοδεύων τινά, συμπορευόμενος, σύντροφος, (πρβλ. τὸ Ὁμηρικὸν ὀπάων), Σοφ.Τρ. 1264, Εὐρ. Ἄλκ. 137· ἐπὶ σωματοφυλάκων, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 985· μετὰ γεν., Πάν, Ματρὸς μεγάλας ὀπαδὸς Πινδ. Ἀποσπ. 63· ἀοιδὰ στεφάνων ἀρετᾶν τε .. ὀπ. ὁ αὐτ. ἐν Ν. 3. 13· τέκνων ὀπ., ἐπὶ παιδαγωγοῦ Εὐρ. Μήδ. 53· πυκνοστίκτων ὀπ. ἐλάφων, ἡ καταδιώκουσα αὐτάς, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Σοφ. Ο. Κ. 1095· ἀστέρες ... νυκτὸς ὀπ. Θεόκρ. 2. 166. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., μετὰ δοτ., ὁ ἀκόλουθος, συνοδεύων τινὰ καὶ ὑπηρετῶν, θεράπων, ἐγὼ Μούσῃσιν ὀπηδὸς Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 450· πτεροῖς ὀπαδοῖς ὕπνου κελεύθοις, μὲ πτέρυγας ἀκολουθούσας τὰς ὁδοὺς τοῦ ὕπνου (ἔνθα ὁ Dobree προέτεινε τὴν γραφὴν ὀπαδοῦσ’, ἀκολουθοῦσα διὰ τῆς πτήσεως τὰς ὁδοὺς τοῦ ὕπνου), Αἰσχύλ. Ἀγ. 426· σταγόνα σπονδῖτιν, θυέεσσιν ὀπηδὸν Ἀνθ. Π. 6. 190. Λέξ. ποιητ. ἐν χρήσει παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ, 252C, Φιλήβῳ 63Ε, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις. (Περὶ τῆς ἐτυμολογίας ἴδε ὀπάζω).
English (Slater)
ὀπᾱδός (ὁ. ἡ.) attendant Ματρὸς μεγάλας ὀπαδέ (sc. ὦ Πάν) fr. 95. 3. ]ὀπαδὸν ως[ ?fr. 335. 7. met., ἀοιδὰν στεφάνων ἀρετᾶν τε δεξιωτάταν ὀπαδόν (N. 3.8)
Greek Monolingual
ο, η (Α ὀπαδός, ιων. τ. ὀπηδός)
αυτός που συμπορεύεται, συνοδοιπόρος, ακόλουθος
νεοελλ.
αυτός που αποδέχεται και ακολουθεί τις πολιτικές ή κοινωνικές ή φιλοσοφικές ιδέες κάποιου, θιασώτης
αρχ.
1. σωματοφύλακας («ἐμοὶ δ' ὀπαδοὺς τούσδε καὶ δορυσσόους», Αισχύλ.)
2. ως επίθ. αυτός που συνοδεύει και υπηρετεί κάποιον, θεράπων («πτεροῖς ὀπαδοῖς ὕπνου κελεύθοις», Αισχύλ.)
3. φρ. «τέκνων ὀπαδός» — παιδαγωγός (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οπάζω].
Greek Monotonic
ὀπᾱδός: -όν, Δωρ. και Αττ. αντί Ιων. ὀπηδός,
I. ακόλουθος, σύντροφος, υπηρέτης, σε Σοφ., Ευρ.· μεταφ., ἀοιδὰ στεφάνων ὀπαδός, σε Πίνδ.· πυκνοστίκτων ὀπαδὸς ἐλάφων, αυτή που τα καταδίωκε, λέγεται για την Άρτεμη, σε Σοφ.· ἀστέρες νυκτὸς ὀπαδοί, σε Θεόκρ.
II. ως επίθ., συνοδευτικός, υπηρετικός, με δοτ., σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
ὀπᾱδός, όν
I. attendant, Soph., Eur.: metaph., ἀοιδὰ στεφάνων ὀπαδός Pind.; πυκνοστίκτων ὀπ. ἐλάφων pursuing them, of artemis, Soph.; ἀστέρες νυκτὸς ὀπ. Theocr.
II. as adj. accompanying, attending, c. dat., Hhymn. [from ὀπάζω
English (Woodhouse)
(see also: ὀπηδός) attendant, squire, attendant on a knight
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ὀπάζω (=συνοδεύω) πού παράγεται ἀπό τό ἕπομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.