πολυπληθής: Difference between revisions
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει μεγάλο [[πλήθος]], ο [[πολυάριθμος]] («[[πολυπληθής]] [[συγκέντρωση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για άνθρωπο) [[πληθωρικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλῆθος]]), | |mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει μεγάλο [[πλήθος]], ο [[πολυάριθμος]] («[[πολυπληθής]] [[συγκέντρωση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για άνθρωπο) [[πληθωρικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλῆθος]]), [[πρβλ]]. [[μυριοπληθής]], [[παμπληθής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:50, 9 May 2023
English (LSJ)
ές, A very numerous, Sch.Ar.Pax 519. 2 plethoric, ἢν π. ὁ νοσέων ἦ Aret.CA1.1.
German (Pape)
[Seite 669] ές, viel an Menge od. Zahl, Schol. Ar. Pax 520 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολυπληθής: -ές, πολὺς κατὰ τὸ πλῆθος, πολυάριθμος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 519. 2) λίαν πεπληρωμένος, ἢ μεμιασμένος, ἢν πολυπληθὴς ὁ νοσέων ἔῃ Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει μεγάλο πλήθος, ο πολυάριθμος («πολυπληθής συγκέντρωση»)
αρχ.
(για άνθρωπο) πληθωρικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. μυριοπληθής, παμπληθής].