οβριμόγυιος: Difference between revisions

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀβριμόγυιος]], -ον (Α)<br />(για [[κήτος]]) αυτός που έχει ισχυρά [[μέλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄβριμος]] «[[ισχυρός]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>γυιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γυῖον]] «[[μέλος]] σώματος»), <b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>γυιος</i>].
|mltxt=[[ὀβριμόγυιος]], -ον (Α)<br />(για [[κήτος]]) αυτός που έχει ισχυρά [[μέλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄβριμος]] «[[ισχυρός]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>γυιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γυῖον]] «[[μέλος]] σώματος»), [[πρβλ]]. [[μονόγυιος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 10 May 2023

Greek Monolingual

ὀβριμόγυιος, -ον (Α)
(για κήτος) αυτός που έχει ισχυρά μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + -γυιος (< γυῖον «μέλος σώματος»), πρβλ. μονόγυιος].