οξύκομος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀξύκομος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (σχετικά με τον αχινό ή τον σκαντζόχοιρο) αυτός που έχει σκληρές και αιχμηρές [[τρίχες]], αγκάθια<br /><b>2.</b> (σχετικά με το [[ελάφι]]) αυτός που έχει αιχμηρά κέρατα<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[ψάρι]]) αυτός που έχει κοφτερά αγκάθια<br /><b>4.</b> (σχετικά με το [[πεύκο]]) αυτός που έχει βελονοειδή φύλλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] «μαλλιά»), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσό</i>-<i>κομος</i>].
|mltxt=[[ὀξύκομος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (σχετικά με τον αχινό ή τον σκαντζόχοιρο) αυτός που έχει σκληρές και αιχμηρές [[τρίχες]], αγκάθια<br /><b>2.</b> (σχετικά με το [[ελάφι]]) αυτός που έχει αιχμηρά κέρατα<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[ψάρι]]) αυτός που έχει κοφτερά αγκάθια<br /><b>4.</b> (σχετικά με το [[πεύκο]]) αυτός που έχει βελονοειδή φύλλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] «μαλλιά»), [[πρβλ]]. [[χρυσόκομος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:45, 10 May 2023

Greek Monolingual

ὀξύκομος, -ον (Α)
1. (σχετικά με τον αχινό ή τον σκαντζόχοιρο) αυτός που έχει σκληρές και αιχμηρές τρίχες, αγκάθια
2. (σχετικά με το ελάφι) αυτός που έχει αιχμηρά κέρατα
3. (σχετικά με ψάρι) αυτός που έχει κοφτερά αγκάθια
4. (σχετικά με το πεύκο) αυτός που έχει βελονοειδή φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. χρυσόκομος].