ορθόκραιρος: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρθόκραιρος]], -[[αίρα]], -ον, θηλ. και -ος (Α)<br /><b>1.</b> (για ζώο) αυτός που έχει όρθια κέρατα («κρέα... βοῶν ὀρθοκραιράων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός του οποίου τα [[άκρα]] προεξέχουν σαν κέρατα<br /><b>3.</b> (για [[οροσειρά]]) αυτός που έχει μυτερή [[κορυφή]], [[οξυκόρυφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κραιρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κραίρα]] «[[κορυφή]], [[κεφαλή]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ισό</i>-<i>κραιρος</i>].
|mltxt=[[ὀρθόκραιρος]], -[[αίρα]], -ον, θηλ. και -ος (Α)<br /><b>1.</b> (για ζώο) αυτός που έχει όρθια κέρατα («κρέα... βοῶν ὀρθοκραιράων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός του οποίου τα [[άκρα]] προεξέχουν σαν κέρατα<br /><b>3.</b> (για [[οροσειρά]]) αυτός που έχει μυτερή [[κορυφή]], [[οξυκόρυφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κραιρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κραίρα]] «[[κορυφή]], [[κεφαλή]]»), [[πρβλ]]. [[ισόκραιρος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:45, 10 May 2023

Greek Monolingual

ὀρθόκραιρος, -αίρα, -ον, θηλ. και -ος (Α)
1. (για ζώο) αυτός που έχει όρθια κέρατα («κρέα... βοῶν ὀρθοκραιράων», Ομ. Ιλ.)
2. (για πλοίο) αυτός του οποίου τα άκρα προεξέχουν σαν κέρατα
3. (για οροσειρά) αυτός που έχει μυτερή κορυφή, οξυκόρυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κραιρος (< κραίρα «κορυφή, κεφαλή»), πρβλ. ισόκραιρος].