σύγκλινος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σύγκλινος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το σύγκλινο</i><br /><b>γεωλ.</b> [[πτύχωση]] μεγάλου [[εύρους]] σε [[σχήμα]] U που περικλείει τα νεώτερα πετρώματα στο [[κέντρο]] του σχηματισμού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που κοιμάται στην [[ίδια]] [[κλίνη]] με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ξαπλώνει στο ίδιο [[ανάκλιντρο]] και συντρώγει με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>ομό</i>-<i>κλινος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[σύγκλινος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το σύγκλινο</i><br /><b>γεωλ.</b> [[πτύχωση]] μεγάλου [[εύρους]] σε [[σχήμα]] U που περικλείει τα νεώτερα πετρώματα στο [[κέντρο]] του σχηματισμού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που κοιμάται στην [[ίδια]] [[κλίνη]] με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ξαπλώνει στο ίδιο [[ανάκλιντρο]] και συντρώγει με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνη]]), [[πρβλ]]. [[ομόκλινος]]].
}}
}}

Revision as of 11:40, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκλῑνος Medium diacritics: σύγκλινος Low diacritics: σύγκλινος Capitals: ΣΥΓΚΛΙΝΟΣ
Transliteration A: sýnklinos Transliteration B: synklinos Transliteration C: sygklinos Beta Code: su/gklinos

English (LSJ)

ον, sharing one's couch,= συγκλίτης, Men.1070.

German (Pape)

[Seite 968] ὁ, = συγκλίτης, Men. bei Poll. 6, 12.

Russian (Dvoretsky)

σύγκλινος: ὁ Men. = συγκλίτης.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκλῑνος: -ον, ὁ μετέχων τῆς αὐτῆς κλίνης μετά τινος, = συγκλίτης, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 393.

Greek Monolingual

-η, -ο / σύγκλινος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το σύγκλινο
γεωλ. πτύχωση μεγάλου εύρους σε σχήμα U που περικλείει τα νεώτερα πετρώματα στο κέντρο του σχηματισμού
μσν.-αρχ.
αυτός που κοιμάται στην ίδια κλίνη με άλλον
αρχ.
αυτός που ξαπλώνει στο ίδιο ανάκλιντρο και συντρώγει με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κλινος (< κλίνη), πρβλ. ομόκλινος].