χῆρος: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χῆρος:'''<br /><b class="num">1</b> [[опустевший]], [[осиротевший]] (μέλαθρα Eur.; [[δόμος]] Anth.);<br /><b class="num">2</b> [[лишенный]] (τινος Anth.).<br /><b class="num">II</b> ὁ вдовец Arst. | |elrutext='''χῆρος:'''<br /><b class="num">1</b> [[опустевший]], [[осиротевший]] (μέλαθρα Eur.; [[δόμος]] Anth.);<br /><b class="num">2</b> [[лишенный]] (τινος Anth.).<br /><b class="num">II</b> ὁ [[вдовец]] Arst. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:55, 11 May 2023
English (LSJ)
v. χήρα.
German (Pape)
[Seite 1354] 3, auch 2 Endgn, beraubt, entblößt, entbehrend, τινός, στελεοῦ χῆρον φάρσος Phani. 4 (VI, 297); δρυμοὶ χῆροι Antiphan. 6 (IX, 84); bes. des Gatten od. der Gattinn beraubt, verwittwe't, Wittwer, Wittwe; Hom. nur im fem., s. oben χήρα; χῆρον λέχος Ap. Rh. 3, 662; auch der Eltern beraubt, verwais't, στυγναὶ ὄψεις χήρων μελάθρων Eur. Alc. 865. – Die Wurzel ist χα'Ω, verwandt mit χῆτος u. ä., lat. careo.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 dépouillé, vide ; avec un gén. : privé ou dépouillé de;
2 particul. privé d'un parent seul. au fém. et ion. χήρη, et spécial. privée d'un mari : χήρη τινός IL privée d'un mari, veuve ; ἡ χήρα, la veuve.
Étymologie: R. Χα, s'écarter ; cf. χωρίς, χάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
χῆρος:
1 опустевший, осиротевший (μέλαθρα Eur.; δόμος Anth.);
2 лишенный (τινος Anth.).
II ὁ вдовец Arst.
Greek (Liddell-Scott)
χῆρος: -α, -ον, ἴδε ἐν λ. χήρα ΙΙ. ΙΙ. χῆρος, ὁ, ἴδε ἐν λ. χήρα Ι. 3.
Greek Monolingual
(I)
-ήρα, -ον, και ποιητ. τ. θηλ. χήρη, Α
μτφ. έρημος, στερημένος (α. «χῆρος βίος», Καλλ.
β. «χήρα εὐνή», Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήρα. Το επίθ. έλαβε μτφ. τη σημ. «στερημένος, έρημος»].
(II)
ο / χῆρος, ΝΜΑ
άνδρας που έχει χάσει την σύζυγό του και παραμένει άγαμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του επιθ. χῆρος.
Greek Monotonic
χῆρος: -α, -ον,
I. βλ. χήρα II· II. χῆρος, ὁ, βλ. χήρα I.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό οὐσ. χήρα, ἀπό ρίζα χα-, ἴδια μέ τῶν λέξεων: χῆτος (=ἔλλειψη), χωρίς, χατέω (=ἔχω ἀνάγκη). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χηρεύω (=στεροῦμαι), χηρεία, χήρευμα, χήρευσις, χήρειος, χηρικός, χηροσύνη, χηρόω -ῶ (=ἐρημώνω, στερῶ).