πολισσονόμος: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κυβερνά [[πόλη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πολισσονόμος]] βιοτά» — ο [[πολιτικός]] και [[κοινωνικός]] [[βίος]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] συνθ. <span style="color: red;"><</span> [[πόλις]] <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]]. Η [[μορφή]] του α' συνθετικού <i>πολισσο</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>πολισσ</i>-<i>ούχος</i>) [[είναι]] πιθ. αναλογική [[προς]] το συνθ. [[πολισσόος]], παραμένει, όμως, δυσερμήνευτη].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κυβερνά [[πόλη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πολισσονόμος]] βιοτά» — ο [[πολιτικός]] και [[κοινωνικός]] [[βίος]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] συνθ. <span style="color: red;"><</span> [[πόλις]] <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]]. Η [[μορφή]] του α' συνθετικού <i>πολισσο</i>- ([[πρβλ]]. [[πολισσούχος]]) [[είναι]] πιθ. αναλογική [[προς]] το συνθ. [[πολισσόος]], παραμένει, όμως, δυσερμήνευτη].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:59, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολισσονόμος Medium diacritics: πολισσονόμος Low diacritics: πολισσονόμος Capitals: ΠΟΛΙΣΣΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: polissonómos Transliteration B: polissonomos Transliteration C: polissonomos Beta Code: polissono/mos

English (LSJ)

ον, (πόλις, νέμω) managing or ruling a city, ἀρχαί A.Ch.864 (anap.); π. βιοτά a life of social order, Id.Pers.853 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 656] die Stadt verwaltend, regierend; ἀρχαί, Aesch. Ch. 851; auch βιοτή, das Leben in der Stadt, im Staate, 838.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui régit la cité;
2 soumis ou conforme aux lois de la cité.
Étymologie: πολισσόος, νέμω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολισσονόμος -ον [πόλις, νέμω] de stad regerend:. ἀρχαὶ π. het bestuur van de stad Aeschl. Ch. 864. de stad bewonend, de staat bewonend:. π. βιοτή het leven in de staat Aeschl. Pers. 852.

Russian (Dvoretsky)

πολισσονόμος:
1 управляющий городом, тж. руководящий государственными делами (ἀρχαί Aesch.);
2 гражданственный, государственный или общественный (βιοτά Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

πολισσονόμος: ον (πόλις, νέμω) ὁ κυβερνῶν πόλιν, ἀρχαὶ Αἰσχύλ. Χο. 864· π. βιοτά, βίος κοινωνικός, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 853.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που κυβερνά πόλη
2. φρ. «πολισσονόμος βιοτά» — ο πολιτικός και κοινωνικός βίος (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. < πόλις + -νόμος. Η μορφή του α' συνθετικού πολισσο- (πρβλ. πολισσούχος) είναι πιθ. αναλογική προς το συνθ. πολισσόος, παραμένει, όμως, δυσερμήνευτη].

Greek Monotonic

πολισσονόμος: -ον (σῴζω), αυτός που διοικεί ή κυβερνά μια πόλη, σε Αισχύλ.· πολισσονόμος βιοτά, ζωή σύμφωνα με τις κοινωνικές επιταγές, στον ίδ.

Middle Liddell

πολισσο-νόμος, ον, πόλις, νέμω
managing or ruling a city, Aesch.; π. βιοτά a life of social order, Aesch.