πανεπίθυμος: Difference between revisions

From LSJ
(30)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που επιθυμεί τα [[πάντα]], ο υπερβολικά [[πλεονέκτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπιθυμῶ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κακ</i>-<i>επίθυμος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που επιθυμεί τα [[πάντα]], ο υπερβολικά [[πλεονέκτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπιθυμῶ</i> ([[πρβλ]]. [[κακεπίθυμος]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:59, 11 May 2023

German (Pape)

[Seite 459] Alles begehrend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνεπίθῡμος: -ον, πάνυ πλεονέκτης, τῶν πάντων ἐπιθυμῶν, Πολέμων Φυσιογν. σ. 245.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που επιθυμεί τα πάντα, ο υπερβολικά πλεονέκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἐπιθυμῶ (πρβλ. κακεπίθυμος)].