πορφυρεύς: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br />ο αλιέας πορφυρών, αυτός που μαζεύει κοχύλια - πορφύρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πομπ</i>-<i>εύς</i>)].
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br />ο αλιέας πορφυρών, αυτός που μαζεύει κοχύλια - πορφύρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[πομπεύς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:00, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφυρεύς Medium diacritics: πορφυρεύς Low diacritics: πορφυρεύς Capitals: ΠΟΡΦΥΡΕΥΣ
Transliteration A: porphyreús Transliteration B: porphyreus Transliteration C: porfyreys Beta Code: porfureu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, fisher for purple fish, Hdt.4.151, Arist.Pr.966b25, Ph.1.35, prob.in E. Fr.670.

German (Pape)

[Seite 686] ὁ, Purpurfischer, -sänger, -färber; Her. 4, 151; Luc. Tox. 18; Ael. H. A. 7, 34.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
1 pêcheur de coquillages à pourpre;
2 teinturier en pourpre.
Étymologie: πορφύρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορφυρεύς -έως, ὁ [πορφύρα] purpervisser.

Russian (Dvoretsky)

πορφῠρεύς: έως ὁ
1 ловец багрянок (οἱ ἁλιεῖς καὶ πορφυρεῖς Arst.);
2 торговец пурпуром Her.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
ο αλιέας πορφυρών, αυτός που μαζεύει κοχύλια - πορφύρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + κατάλ. -εύς (πρβλ. πομπεύς)].

Greek Monotonic

πορφῠρεύς: -έως, ὁ, ψαράς πορφυρών κοχυλιών, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠρεύς: έως, ὁ, ἁλιεὺς πορφύρας, ὁ ἁλιεύων κογχύλια πορφύρας, Λατ. purpurarius, Ἡρόδ. 4. 151, Ἀριστ. Προβλ. 38. 2· ― οὕτως ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 672, ὁ Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 234 διορθοῖ βίος πορφυρέως θαλάσσιος ἀντὶ πορφυροῦς.

Middle Liddell

πορφῠρεύς, έως, ὁ,
a fisher for purple fish, Hdt.