πριαπίσκος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(34)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[διαστολέας]] ή [[υπόθετο]] του πρωκτού<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[πώμα]] για τα ρουθούνια<br /><b>3.</b> [[περινεϊκός]] [[γόμφος]]<br /><b>4.</b> το [[φυτό]] [[σατύριον]]<br /><b>5.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] για το [[φυτό]] [[ερυθρόνιο]]<br /><b>6.</b> μικρό ανδρικό [[μόριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Πρίαπος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οβελ</i>-<i>ίσκος</i>)].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[διαστολέας]] ή [[υπόθετο]] του πρωκτού<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[πώμα]] για τα ρουθούνια<br /><b>3.</b> [[περινεϊκός]] [[γόμφος]]<br /><b>4.</b> το [[φυτό]] [[σατύριον]]<br /><b>5.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] για το [[φυτό]] [[ερυθρόνιο]]<br /><b>6.</b> μικρό ανδρικό [[μόριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Πρίαπος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> ([[πρβλ]]. [[οβελίσκος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:05, 11 May 2023

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. διαστολέας ή υπόθετο του πρωκτού
2. ιατρ. πώμα για τα ρουθούνια
3. περινεϊκός γόμφος
4. το φυτό σατύριον
5. άλλη ονομασία για το φυτό ερυθρόνιο
6. μικρό ανδρικό μόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πρίαπος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελίσκος)].