σκεδαστός: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[σκεδαστός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να διασκορπίσει, να διαλύσει, ο [[επιδεκτικός]] σκέδασης («[[ὅταν]] οὐσίαν σκεδαστὴν ἔχοντός τινος ἐφάπτηται καὶ [[ὅταν]] ἀμέριστον», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκεδασ</i>- του αορ. <i>ἐ</i>-<i>σκέδασ</i>-<i>α</i> του [[σκεδάννυμι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i> τών ρημ. επιθ. ( | |mltxt=-ή, -ό / [[σκεδαστός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να διασκορπίσει, να διαλύσει, ο [[επιδεκτικός]] σκέδασης («[[ὅταν]] οὐσίαν σκεδαστὴν ἔχοντός τινος ἐφάπτηται καὶ [[ὅταν]] ἀμέριστον», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκεδασ</i>- του αορ. <i>ἐ</i>-<i>σκέδασ</i>-<i>α</i> του [[σκεδάννυμι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i> τών ρημ. επιθ. ([[πρβλ]]. [[θαυμαστός]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:15, 11 May 2023
English (LSJ)
ή, όν, that may be scattered, οὐσία σ. dissoluble substance, Pl.Ti.37a; τὸ τῆς ὕλης σ. Plu.2.430f.
German (Pape)
[Seite 891] zerstreu't, zu zerstreuen, zerstreubar; οὐσία, Plat. Tim. 37 a; Gegensatz ἀμέριστος, Plut. def. orac. 37.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκεδαστός -ή -όν [σκεδάννυμι] splitsbaar.
Russian (Dvoretsky)
σκεδαστός: [adj. verb. к σκεδάννυμι рассеивающийся, разлагающийся (ἡ οὐσία Plat.; ἡ ὕλη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
σκεδαστός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν δύναταί τις νὰ διασκορπίσῃ οὐσία σκ., ὕλη εὐδιάλυτος, materia mutabilis Κικέρ., Πλάτ. Τίμ. 37Α, Πλούτ., κλπ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σκεδαστός, -ή, -όν, ΝΑ
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διασκορπίσει, να διαλύσει, ο επιδεκτικός σκέδασης («ὅταν οὐσίαν σκεδαστὴν ἔχοντός τινος ἐφάπτηται καὶ ὅταν ἀμέριστον», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεδασ- του αορ. ἐ-σκέδασ-α του σκεδάννυμι + κατάλ. -τός τών ρημ. επιθ. (πρβλ. θαυμαστός)].