σφίξιμο: Difference between revisions

From LSJ

Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοίPylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)

Source
(40)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[πίεση]] κάποιου πράγματος από όλες του τις πλευρές, [[περίσφιγξη]], [[συμπίεση]]<br /><b>2.</b> το να γίνεται [[κάτι]] πιο πηχτό<br /><b>3.</b> [[ένταση]] προσπάθειας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αόρ. <i>έσφιξα</i> του [[σφίγγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρέξ</i>-<i>ιμό</i>)].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[πίεση]] κάποιου πράγματος από όλες του τις πλευρές, [[περίσφιγξη]], [[συμπίεση]]<br /><b>2.</b> το να γίνεται [[κάτι]] πιο πηχτό<br /><b>3.</b> [[ένταση]] προσπάθειας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αόρ. <i>έσφιξα</i> του [[σφίγγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> ([[πρβλ]]. [[τρέξιμό]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 11 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
1. πίεση κάποιου πράγματος από όλες του τις πλευρές, περίσφιγξη, συμπίεση
2. το να γίνεται κάτι πιο πηχτό
3. ένταση προσπάθειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έσφιξα του σφίγγω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. τρέξιμό)].