τριανταφυλλένιος: Difference between revisions

From LSJ

ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general

Source
(41)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από τριαντάφυλλα<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[τριαντάφυλλο]] στο [[χρώμα]] και στην [[ανθηρότητα]] («τριανταφυλλένια μάγουλα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τριαντάφυλλο]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ένιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ζαχαρ</i>-<i>ένιος</i>)].
|mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από τριαντάφυλλα<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[τριαντάφυλλο]] στο [[χρώμα]] και στην [[ανθηρότητα]] («τριανταφυλλένια μάγουλα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τριαντάφυλλο]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ένιος</i> ([[πρβλ]]. [[ζαχαρένιος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:35, 11 May 2023

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. αυτός που αποτελείται από τριαντάφυλλα
2. αυτός που μοιάζει με τριαντάφυλλο στο χρώμα και στην ανθηρότητα («τριανταφυλλένια μάγουλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριαντάφυλλο + κατάλ. -ένιος (πρβλ. ζαχαρένιος)].