φαινομηρίδα: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(44)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[φαινομηρίς]], -[[ίδος]], ΝΑ, και [[φανομηρίς]] Α<br />(στην [[αρχαιότητα]]) [[γυναίκα]] που φορούσε ανοιχτό στα [[πλάγια]] [[ένδυμα]], ώστε να φαίνονται οι μηροί της<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> ανοιχτό στα [[πλάγια]] [[ένδυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]] <span style="color: red;">+</span> [[μηρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>παλλακ</i>-<i>ίς</i>)].
|mltxt=η / [[φαινομηρίς]], -[[ίδος]], ΝΑ, και [[φανομηρίς]] Α<br />(στην [[αρχαιότητα]]) [[γυναίκα]] που φορούσε ανοιχτό στα [[πλάγια]] [[ένδυμα]], ώστε να φαίνονται οι μηροί της<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> ανοιχτό στα [[πλάγια]] [[ένδυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]] <span style="color: red;">+</span> [[μηρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. [[παλλακίς]])].
}}
}}

Revision as of 16:43, 11 May 2023

Greek Monolingual

η / φαινομηρίς, -ίδος, ΝΑ, και φανομηρίς Α
(στην αρχαιότητα) γυναίκα που φορούσε ανοιχτό στα πλάγια ένδυμα, ώστε να φαίνονται οι μηροί της
νεοελλ.
συνεκδ. ανοιχτό στα πλάγια ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + μηρός + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. παλλακίς)].