φιλήμων: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ονος, ο / [[φιλήμων]], -ον, ΝΑ<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) <b>νεοελλ.</b> <b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] γένους στρουθιόμορφων πτηνών<br /><b>αρχ.</b><br />[[ευγενικός]], [[φιλικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλῶ</i> «[[αγαπώ]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ -μων ( | |mltxt=-ονος, ο / [[φιλήμων]], -ον, ΝΑ<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) <b>νεοελλ.</b> <b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] γένους στρουθιόμορφων πτηνών<br /><b>αρχ.</b><br />[[ευγενικός]], [[φιλικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλῶ</i> «[[αγαπώ]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ -μων ([[πρβλ]]. [[νοήμων]]). Ως όρος της ζωολ. η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>philemon</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:45, 11 May 2023
English (LSJ)
ον, gen. ονος, kindly, affectionate, EM259.57: elsewhere as pr. n.
Greek Monolingual
-ονος, ο / φιλήμων, -ον, ΝΑ
(λόγιος τ.) νεοελλ. ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους στρουθιόμορφων πτηνών
αρχ.
ευγενικός, φιλικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλῶ «αγαπώ» + κατάλ -μων (πρβλ. νοήμων). Ως όρος της ζωολ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. philemon].